Οι επαναστάτες πρόγονοί μας είχαν υποθηκεύσει το υπό σχηματισμό νεοελληνικό κράτος πριν από την αναγνώρισή του με την προσφυγή σε εξωτερικό δανεισμό!
Στις 12 Απριλίου 1823 η έκθεση της επιτροπής, που είχε ορίσει η Β’ Εθνοσυνέλευση για να συντάξει έναν πρόχειρο προϋπολογισμό του επαναστατημένου έθνους, δεν άφηνε κανένα περιθώριο για την κρισιμότητα της κατάστασης: Τα έξοδα του πρώτου εξαμήνου του 1823 θα ανέρχονταν σε 38 εκατομμύρια γρόσια και τα έσοδα σε μόλις 12 εκατομμύρια γρόσια. Η έκθεση της επιτροπής κατέληγε με την προτροπή να γίνεται καλύτερη διαχείριση του δημόσιου χρήματος από τους τοπικούς άρχοντες και την ανάγκη να αναζητηθούν νέοι πόροι.
Στην εξουσία επικεφαλής ήταν ο Λάζαρος Κουντουριώτης και ισχυροί άνδρες οι Κωλέτης (γαλλόφιλος), Μαυροκορδάτος (αγγλόφιλος) και Μεταξάς (ρωσόφιλος). Τό πόσο είχαν συνειδητοποιήσει οι αξιωματούχοι των επαναστατών, πολιτικοί και στρατιωτικοί, την κρισιμότητα των περιστάσεων μας παρουσιάζει κατά τρόπο ξεκάθαρο ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος είχε αναλάβει (άνοιξη του 1822) την οργάνωση της άμυνας των επαναστατών στην Ανατολική Στερεά προς παρεμπόδιση της καθόδου των τουρκικών στρατευμάτων νοτιότερα. Είχε ζητήσει από την κυβέρνηση, η οποία διέκειτο εχθρικά απέναντί του, τον εφοδιασμό του στρατού του με τροφές και πολεμοφόδια. Αλλά, κατά τον Μακρυγιάννη “αυτείνοι οι αφεντάδες κάθονταν εις τα καράβια κ’ έτρωγαν κ’ έπιναν, κ’ εκείνους οπού κιντύνευαν δια την πατρίδα τους προμήθευαν διχόνοιαν και διαίρεσιν αναμεταξύ τους”. Και όταν λίγο αργότερα απελευθερώθηκε η Ακρόπολη της Αθήνας έδειξαν και οι καπετάνιοι ότι δεν υστερούσαν σε απληστία ως προς τους πολιτικούς. Πάλι ο Μακρυγιάννης γράφει ότι αφού άρπαξαν την περιουσία πολλών Αθηναίων άρχισαν να εξαπατούν και την κυβέρνηση (αντεκδίκηση): “Κι’ όποιος είχε δέκα (σ.σ. άνδρες), τους έκανε εκατό ΄σ τον λογαριασμόν, και πάλε εκείνοι οι δέκα απλέρωτοι. Κι’ αν θα τους πλήρωναν, κάλπικα εικοσάρια. Ηύραν μαστόρους καλπουζάνους και τους βάλαν εις το κάστρο και κόβαν μοννέδα κάλπικη”.
Στις 2 Ιουνίου 1823 το εκτελεστικό (κυβέρνηση) εξουσιοδότησε τους Ιωάννη Ορλάνδο, Ανδρέα Ζαΐμη και Ανδρέα Λουριώτη να μεταβούν στο Λονδίνο και να συνάψουν δάνειο. Η επιτροπή καθυστέρησε να αναχωρήσει λόγω έλλειψης χρημάτων για τα έξοδα του ταξιδιού, τα οποία κάλυψε με δάνειο ο Λόρδος Βύρων. Στις 26 Ιανουαρίου 1824, ο Ιωάννης Ορλάνδος και ο Ανδρέας Λουριώτης έφθασαν στην αγγλική πρωτεύουσα και ύστερα από έντονες διαπραγματεύσεις συνομολόγησαν ένα δάνειο 800.000 λιρών με τον οίκο Λόφναν (9 Φεβρουαρίου 1824). Το δάνειο είχε τόκο 5%, προμήθεια 3%, ασφάλιστρα 1,5% και περίοδο αποπληρωμής 36 χρόνια. Ως εγγύηση για την αποπληρωμή του δανείου τέθηκαν από ελληνικής πλευράς τα δημόσια κτήματα και όλα τα δημόσια έσοδα. Όμως το ποσό που έφθασε στην επαναστατική διοίκηση ήταν μόλις 298.000 λίρες, αφού το παραχωρούμενο δάνειο είχε οριστεί στο 59% του ονομαστικού (472.000 λίρες) και από αυτό παρακρατήθηκαν 80.000 ως προκαταβολή τόκων δύο ετών, 16.000 για χρεολύσια, 2.000 ως προμήθεια και άλλες δαπάνες. Μεγάλη ευθύνη για τους δυσμενείς όρους σύναψης του δανείου είχαν και οι δύο διαπραγματευτές, οι οποίοι σπατάλησαν μεγάλα ποσά στο Λονδίνο, ζώντας πολυτελώς, σε αντίθεση με τους αγωνιστές, που πολεμούσαν με μεγάλες στερήσεις. Παρότι “ληστρικό”, το δάνειο χαιρετίστηκε στην Ελλάδα ως πολιτική επιτυχία της Επανάστασης και ως έμμεση αναγνώριση του ελληνικού κράτους. Πάντως, οι ελπίδες που στηρίχτηκαν πάνω του διαψεύστηκαν οικτρά, καθώς κατασπαταλήθηκε για να κερδίσει η κυβέρνηση (Κουντουριώτης και λοιποί) την εμφύλια διαμάχη που είχε φουντώσει στην Πελοπόννησο. Την κατάσταση διεκτραγωγεί ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του, από τα οποία παραθέτουμε τα ακόλουθα αποσπάσματα: “Ο στραβοραγιάς ας δουλεύη δια ΄μας. Εκείνος τρώγει λάχανα ανάλατα, εμείς τηγανίτες κι’ αρνάκια”(από συζήτηση με τον Γενναίο Κολοκοτρώνη).
Στις 31 Ιουλίου 1824, το βουλευτικό αποφάσισε τη σύναψη και νέου δανείου, λίγες εβδομάδες μετά την καταστροφή της Κάσου και των Ψαρών. Η κυβέρνηση είχε ανάγκη να προσελκύσει με το μέρος της επαναστάτες. Αν και κυβερνητικός, ως ευπειθής στην εξουσία ο Μακρυγιάννης, απέφευγε την εμπλοκή σε εμφύλιες συρράξεις στην Πελοπόννησο. Και τότε συνέβη το ακόλουθο (Νοέμβριος 1824): “Με περικάλεσε πολύ η Κυβέρνηση-ήξερε ότι είμαι φιλιωμένος με τους Καρατασσαίους- (σ.σ. το σώμα των Μακεδόνων) και μόδωσε χρήματα να μ’ ελκύση. Τους είπα. «Θα πάγω, αλλά θέλω να σας αποδείξω ότι εγώ δεν είμαι πραματευτής να κάνω πραμάτεια την πατρίδα μου δια χρήματα. Δεν έχω κρέας για μακελλειόν. Δια την στερέωση της πατρίδος μου και νόμους, δια ΄κείνο πεθαίνω, όχι διά άλλο. Και οι Γύφτοι νάχουν την Κυβέρνησιν, εγώ υποτάζομαι. Χρήματα μάτα μου στείλατε κι’ όταν ήμουν με τον Κολοκοτρώνη, δεν τα δέχτηκα. Όμως παραπονιώμαι ότι εγώ δουλεύω ΄λικρινώς κι’ άλλοι μ’ επιβουλεύονται»”. Βεβαίως πολλοί άλλοι πήραν χρήματα για να παραμείνουν ή να μεταπηδήσουν στο κυβερνητικό στρατόπεδο.
Το δεύτερο δάνειο ανέλαβε ο τραπεζιτικός οίκος των αδελφών Ρικάρδο με ονομαστικό κεφάλαιο 2.000.000 λιρών (26 Ιανουαρίου 1825). Τη διαπραγματευτική ομάδα αποτελούσαν και πάλι οι Λουριώτης και Ορλάνδος. Όπως και στο πρώτο δάνειο, το καθαρό ποσό περιορίστηκε στις 816.000 λίρες, αφού το παραχωρούμενο δάνειο είχε οριστεί στο 55% του ονομαστικού (1.100.000) και από αυτό παρακρατήθηκαν 284.000 λίρες για προκαταβολή τόκων δύο ετών, χρεολύσια, προμήθεια και άλλες δαπάνες. Ενώ όμως το ποσό του πρώτου δανείου το διαχειρίστηκε η ελληνική κυβέρνηση, έστω και με σκανδαλώδη τρόπο, τη διαχείριση του δεύτερου δανείου ανέλαβαν οι Άγγλοι τραπεζίτες και τα μέλη του Φιλελληνικού Κομιτάτου, παραγκωνίζοντας τους έλληνες εκπροσώπους. Από το δάνειο διατέθηκαν: 212.000 λίρες για την αναχρηματοδότηση του πρώτου δανείου, 77.000 για την αγορά όπλων και πυροβόλων, από τα οποία λίγα έφθασαν στην Ελλάδα, 160.000 για την παραγγελία έξι ατμοκίνητων πλοίων, από τα οποία μόνο τρία έφθασαν στην Ελλάδα (“Καρτερία”, “Επιχείρηση”, “Ερμής”) και 155.000 για τη ναυπήγηση δύο φρεγατών σε ναυπηγεία της Νέας Υόρκης, από τις οποίες μόνο η μία (“Ελλάς”) ήλθε στην Ελλάδα (και την έκαψε ο Μιαούλης, για να εκδικηθεί τον Καποδίστρια), ενώ η δεύτερη πουλήθηκε για να χρηματοδοτηθεί η πρώτη. Τελικά, στην Ελλάδα έφθασε μόνο το ποσό των 232.558 στερλινών, δηλαδή λιγότερο από εκείνο που είχε ληφθεί κατά το πρώτο δάνειο, αν και το δεύτερο είχε συναφθεί σε υπερδιπλάσιο ύψος. Και τα δύο δάνεια προβλεπόταν ότι θα ενίσχυαν τον Αγώνα, τον οποίον όχι μόνο δεν ωφέλησαν, αλλά υπήρξαν αφετηρία εξάρτησης της χώρας από την Αγγλία.
Οι κυβερνητικές δυνάμεις βγήκαν νικήτριες από τον εμφύλιο πόλεμο που ρήμαξε τον Πελοπόννησο. Ο Κολοκοτρώνης και άλλοι οπλαρχηγοί φυλακίστηκαν. Έμενε όμως ο ανυπότακτος Οδυσσέας Ανδρούτσος στη Στερεά Ελλάδα. Και τότε, κατά τον Μακρυγιάννη “γιόμωσε τον Γκούρα ο Κωλέτης λίρες. Του γιόμωσε το δισάκι του από αυτές κι’ από τα λάφυρα του Νοταρά και Σισίνη κι’ αλλουνών. Το ίδιον και τον Κατζικοστάθη. Αφού τους έκανε αυτείνη την καλωσύνη ο Κωλέτης, τον πουλημένον άνθρωπον κι’ άρπαγον τον έκαμε αρχηγόν να πάγη αναντίον του Δυσσέως..”. Πήγε ο Γκούρας, ο έμπιστος του προγραμμένου καπετάνιου τον συνέλαβε και τον εκτέλεσε στην Ακρόπολη. Τότε όμως φάνηκε η σοβαρή απειλή των Κιουταχή και Ιμπραήμ.
Μόλις το 1825 η κυβέρνηση κήρυξε την πρώτη πτώχευση. Πώς να φροντίσει για τους “ελεύθερους πολιορκημένους” του Μεσολογγίου που έτρωγαν αρμυρόχορτα; Τον Απρίλιο του 1826, αναλαμβάνοντας η κυβέρνηση Α. Ζαΐμη, στο ταμείο υπήρχαν μόνο 16 γρόσια, ούτε μία λίρα! Έτσι, η πρώτη πτώχευση ήλθε ενωρίτερα και από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, το οποίο είχε πλέον πολλούς λόγους η Αγγλία να αναγνωρίσει. Και καθώς ο πρώτος κυβερνήτης, ο λαμπρός Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος αποποιήθηκε τον μισθό του χάρη της πατρίδας, δεν ήταν αρεστός στους “προστάτες” μας, αυτοί εφήρμοσαν τη δοκιμασμένη μέθοδο της διχόνοιας και επέτυχαν τη δολοφονία του. Και γράφει ο Μακρυγιάννης: “Και οι προκομμένες οι Βουλές και άλλοι τοιούτοι, οπού δεν άφησαν λεπτόν εις το ταμείο και όλο το κράτος τόφεραν σε μίαν μεγάλη δυστυχία και ανωμαλία. Και ένας μεγάλος στόλος των σκύλων μας έχουν μπλόκον (σ.σ. αποκλεισμός από αγγλικές δυνάμεις υπό τον Πάρκερ 1850), οπούναι περίτου (=πάνω από) τρεις μήνες και μας πήραν όλα τα καράβια και μας κατακερμάτισαν όλο το εμπόριον και τζαλαπάτησαν την σημαίαν μας και πεθαίνουν της πείνας οι ανθιρώποι των νησιών και εκείνοι οπούχουν τα καράβια τους γκιζερούν εις τους δρόμους και κλαίνε με μαύρα δάκρυα”. (Καθεστώς από τότε “Αγγλικού νομισματικού ταμείου”. Σήμερα έχουμε το ΔΝΤ).
Αργότερα οι Άγγλοι επέτυχαν και την ανατροπή του Όθωνα, ώστε υπό την δυναστεία των Γλύξμπουργκ να μετατρέψουν την Ελλάδα σε προτεκτοράτο.
Ο ελληνικός λαός, τον οποίο εκθειάζει σε πλείστα όσα σημεία του έργου του ο Μακρυγιάννης (δεν είναι του παρόντος να αναφερθούμε σ’ αυτό το θέμα), δεν χάρηκε την ελευθερία του! Η ξενοκρατία τον οδηγεί σήμερα για μία ακόμη φορά στα χέρια των απλήστων του μεγάλου κεφαλαίου. Αυτά του είχαν τάξει οι ταγοί του, όταν με καμάρι προέβαλλαν ως επιτυχία της χώρας μας την ένταξη της στην χορεία των ισχυρών της γης;
ΠΗΓΗ