Την Τετάρτη 13/1/10 προσκεκλημένος στην πρωινή τηλεοπτική εκπομπή του κ. Γ. Παπαδάκη στον «Αντένα» ήταν ο υφυπουργός Προστασίας του Πολίτη κ. Βούγιας.
Κατ’ αρχήν, ο κ. υφυπουργός επισήμως παραδέχθηκε ότι ο αριθμός των μεταναστών στην Ελλάδα είναι 1.600.000 – ένα εκ. νόμιμοι και εξακόσιες χιλιάδες παράνομοι! Αν η κυβέρνηση παραδέχεται αυτούς τους αριθμούς, καταλαβαίνετε βέβαια ότι στην πραγματικότητα το ποσοστό των αλλοδαπών μεταναστών στην Ελλάδα πρέπει να φτάνει το 20% του συνολικού πληθυσμού!
Για μια χώρα του πληθυσμιακού μεγέθους και της οικονομικής ασφυξίας της Ελλάδας, δεν μπορούμε να μιλάμε πλέον για μετανάστευση αλλά για εισβολή και κατάληψη!
Στη συνέχεια της εκπομπής παρουσιάστηκαν εκπρόσωποι των επαγγελματιών και καταστηματαρχών στο Μοναστηράκι που δεν κατήγγειλαν απλά τις συνέπειες που έχει στις επιχειρήσεις τους το παραεμπόριο των αλλοδαπών, αλλά και την κατατρομοκράτησή τους από τους ίδιους όταν αυτοί προσπαθούν να διαμαρτυρηθούν! Κατά το «ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα δηλαδή».
Σε όλα αυτά, αλλά και τις επισημάνσεις των παρουσιαστών που μετέφεραν τις εύλογες ανησυχίες της ελληνικής κοινής γνώμης για τη ραγδαία αύξηση της εγκληματικότητας, ο κ. υφυπουργός απάντησε:
1) Για την εγκληματικότητα ευθύνονται κατά 70% οι (Έλληνες) χρήστες ουσιών.
2) Σε πολλές περιπτώσεις εγκληματικότητας, πίσω από τους αλλοδαπούς κρύβονται Έλληνες.
3) Δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε τον όρο «λαθρομετανάστες» γιατί είναι προσβλητικός. Να λέμε καλύτερα «παράνομοι μετανάστες». Πάλι εδώ φταίμε εμείς οι Έλληνες που χρησιμοποιούμε «προσβλητικούς» όρους.
Τελικά μήπως πρέπει να ζητήσουμε συγγνώμη ως λαός που ενώ προσβάλλεται και απειλείται η ασφάλεια, η περιουσία και η ίδια η ζωή μας, εμείς επιμένουμε να χρησιμοποιούμε «προσβλητικούς» όρους για ανθρώπους που εισέβαλαν ΠΑΡΑΝΟΜΑ στο σπίτι μας και - αρκετοί από αυτούς - επέδειξαν εγκληματική συμπεριφορά;
Και για να το ξεκαθαρίσουμε: για μας ο εθνικισμός είναι αίρεση, και ο ρατσισμός αμαρτία, γι’ αυτό και οποιαδήποτε προσπάθεια ρατσιστικής αντιμετώπισης οποιουδήποτε ανθρώπου (και στην προκειμένη περίπτωση των Ελλήνων) μάς βρίσκει αντίθετους.