Γράφει ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος
Η συζήτηση για την χορήγηση ελληνικής ιθαγένειας σε μετανάστες δημιουργεί πολλές συζητήσεις μεταξύ κληρικών και λαϊκών και διατυπώνονται διάφορες απόψεις, οι οποίες, τις περισσότερες φορές, είναι αποσπασματικές, συνθηματολογικές και γι΄ αυτό προβληματικές. Με όσα θα καταγράψω στην συνέχεια θα εντοπίσω μια πλευρά του θέματος που είναι όμως γενική, παρά το ευσύνοπτο, και όχι αποσπασματική.
Η ιθαγένεια ως λέξη συνδέεται με την νομική επιστήμη και δηλώνει τον «νομικό δεσμό που συνδέει ένα πρόσωπο με ορισμένο κράτος και το καθιστά πολίτη του κράτους» και νομικά είναι συνώνυμη με την υπηκοότητα.
Είναι αυτονόητο ότι η ιθαγένεια αποτελεί την βάση ενότητος ενός Κράτους και δημιουργεί υποχρεώσεις και δικαιώματα, σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές του Κράτους. Αυτό σημαίνει ότι η Πολιτεία, κατόπιν εμπεριστατωμένης έρευνας και μελέτης, χορηγεί σε κάποιον μετανάστη την ιθαγένεια, ή αίρει την ιθαγένεια κάποιου άλλου για διαφόρους λόγους που προβλέπονται από την νομοθεσία. Ετσι, υπάρχει η κτήση, η διατήρηση και η αποβολή της ελληνικής ιθαγένειας. Οπότε, είναι οι ιθαγενείς και οι ανιθαγενείς.
Όταν μελετήσει κανείς τον τρόπο με τον οποίον συνδέονται οι άνθρωποι μεταξύ τους, μπορεί να εντοπίσει τρεις πραγματικότητες που προσδιορίζονται με ανάλογες λέξεις-κλειδιά, ήτοι το αίμα, την παιδεία και το πνεύμα.
Το αίμα είναι η βάση συνδέσεων των οικογενειών και γενικότερα των ιδιαιτέρων λαών. Πρόκειται για την συγγένεια του αίματος που συνδέει στενά τις οικογένειες και τις φυλές. Στους δεσμούς αίματος μπορούμε να εντοπίσουμε τα προβλήματα που δημιουργεί ο ρατσισμός.
Πράγματι, ο ρατσισμός-εθνοφυλετισμός διακηρύσσει την βιολογική ενότητα, αλλά και την βιολογική ανισότητα των ανθρώπων και συγχρόνως κάνει λόγο για ανώτερες και κατώτερες φυλές και με αυτόν τον τρόπο δικαιολογούνται φυλετικές διαφορές, καταπιέσεις και δουλείες, εθνικές, κοινωνικές και φυλετικές.
Η παιδεία εξετάζει την ενότητα της κοινωνίας μέσα από άλλη ευρύτερη βάση, αφού την προσδιορίζει με την γλώσσα και τις ιδιαίτερες αρχές που καθορίζει ο πολιτισμός, που επικρατεί σε έναν χώρο. Στο σημείο αυτό δίνεται μεγάλη σημασία και προτεραιότητα στα ιδιαίτερα πολιτισμικά στοιχεία ενός τόπου.
Πολιτισμός είναι όλος ο τρόπος ζωής, η κληρονομιά και οι σχέσεις μιας ομάδας ανθρώπων προς το περιβάλλον, τις αξίες της ζωής, τον Θεό και τον άνθρωπο. Εάν το αίμα προσδιορίζει τον βιολογικό οργανισμό του ανθρώπου, πράγμα που παρατηρείται και στα άλογα ζώα, ο πολιτισμός είναι εκείνος που χαρακτηρίζει κυρίως τον άνθρωπο και προσδιορίζει την ποιότητα της ζωής του. Είναι η «συλλογική μνήμη των ομάδων» που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά και ενώνει τις ιδιαίτερες πολιτισμικές ομάδες των ανθρώπων.
Το πνεύμα είναι μια τρίτη ενότητα που συγκροτεί ευρύτερες ομάδες ανθρώπων, ανεξάρτητα από το αίμα και την παιδεία. Με την λέξη πνεύμα δεν εννοώ μόνον τις ανώτερες πνευματικές και καλλιτεχνικές αξίες, αλλά κυρίως την θρησκεία και στην προκειμένη περίπτωση την διδασκαλία και τις επιταγές της Εκκλησίας. Πρόκειται για το εκκλησιαστικό πνεύμα, για τον εκκλησιαστικό τρόπο ζωής που διακρίνεται για την διδασκαλία και το ιδιαίτερο βίωμα, που ονομάζεται εκκλησιαστικό πολίτευμα.
Επομένως, οι τρεις αυτές λέξεις, ήτοι αίμα, παιδεία, πνεύμα, συνιστούν τρεις επάλληλους και ομόκεντρους κύκλους, από τους οποίους το αίμα, δηλαδή η βιολογική συγκρότηση, είναι ο στενός και εσωτερικός κύκλος, που συνδέεται με τον ρατσισμό, η παιδεία είναι ο αμέσως ευρύτερος κύκλος που χαρακτηρίζεται κυρίως από τον πολιτισμό, και το πνεύμα που είναι ο ευρύτατος και εξωτερικός κύκλος, βλέπει τα πράγματα με άλλη οπτική γωνία. Ο άνθρωπος όσο ωριμάζει πολιτισμικά και πνευματικά τόσο και εξέρχεται από το αίμα, προχωρεί στην παιδεία-πολιτισμό και ανέρχεται στο πνεύμα, που συνιστά την μεγαλύτερη και πληρέστερη ελευθερία.
Από την φύση της η ενότητα που στηρίζεται μόνο στο αίμα, παραβλέποντας και τα άλλα δύο στοιχεία, προωθεί την θεωρία της ανώτερης φυλής και αυτό συνδέεται με επιθετικότητες, όπως το είδαμε τον 20ό αιώνα με τον ναζισμό. Η παιδεία βελτιώνει κάπως τα πράγματα, αλλά είναι δυνατόν και αυτή να λειτουργήση επιθετικά, όταν προσδένεται στο άρμα του εθνοφυλετισμού- ρατσισμού, δηλαδή της νοοτροπίας του αίματος, οπότε δημιουργούνται οι συγκρούσεις μεταξύ πολιτισμών. Το πνεύμα, όπως εκφράζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία, υπέρκειται του αίματος και της ιδιαίτερης πολιτισμικής έκφρασης, γιατί αναφέρεται περισσότερο στην οικουμενικότητα.
Ειδικά η Ορθόδοξη Εκκλησία, χωρίς να καταργή τις ιδιαίτερες Πατρίδες, κινείται πάνω και πέρα από αυτές, γιατί προσδιορίζεται από την «μέλλουσαν» και όχι την «μένουσαν πόλιν» (Εβρ. ιγ΄, 14). Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ότι όλος ο παρών βίος είναι «αποδημία» και ότι ο άνθρωπος δεν είναι απλώς «πολίτης», αλλά «οδίτης». Γι΄ αυτό συνιστά: «Μη είπης έχω τήνδε την πόλιν, και έχω τήνδε. Ουκ έχει ουδείς πόλιν. Η πόλις άνω εστί. Τα παρόντα οδός εστιν».
Πάντως, η Ιστορία του γένους μας έχει αποδείξει ότι ο ελληνισμός, ως τρόπος σκέψεως και ζωής, υπήρξε οικουμενικός, και η Ορθόδοξη Εκκλησία ζη και εργάζεται «εις πάντα τα έθνη» (Ματθ. κη΄, 19), προσλαμβάνει και τα πολιτισμικά και φυλετικά στοιχεία άλλων λαών και τα νοηματοδοτεί, όπως έδειξαν οι ιεραποστολικές προσπάθειες στα Βαλκάνια και την Ρωσία.
Οι ρατσιστές βλέπουν την ταυτότητά τους στο αίμα και σε μια πλευρά του πολιτισμού (την γλώσσα), αλλά όσοι διακατέχονται από το ορθόδοξο πνεύμα, και εμπνέονται από τον ελληνισμό, που και τα δυο κυριαρχούνται από την υγιή οικουμενικότητα, εξέρχονται από τη στενότητα των βιολογικών δεσμών, χωρίς να τους καταργούν και εισέρχονται μέσα στην όλη οικογένεια του Αδάμ.
Η πολιτιστική μας παράδοση διδάσκει ότι αυτή προσλαμβάνει άλλες παραδόσεις και τις νοηματοδοτεί, δεν φοβάται τίποτε, αλλά αντέχει στον χρόνο και τις πολιτισμικές επιθέσεις. Το ίδιο και η εκκλησιαστική παράδοση διδάσκει ότι είναι πολύ δυνατή και «όλο το φύραμα ζημοί». Οταν διακατεχόμαστε από φοβίες και αισθανόμαστε τον άλλο ως απειλή της ύπαρξής μας, φανερώνουμε υπαρξιακή ανασφάλεια.
(Πηγή: romfea.gr)