οὐ γὰρ δυνάμεθά τι κατὰ τῆς ἀληθείας, ἀλλ᾿ ὑπὲρ τῆς ἀληθείας. (Β΄ Κορινθίους 13,8)

18.1.10

«Αλλάζουμε» ή αλλάζουμε;

Σήμερα και μέσα σε περίοδο παγκόσμιας κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής, πολιτιστικής, ηθικής και πνευματικής κρίσης, πιστεύουμε ότι το ακόλουθο απόσπασμα από το βιβλίο «Ήθος Άηθες» του π. Φιλόθεου Φάρου (εκδόσεις Ακρίτας, 1988) είναι τραγικά επίκαιρο και οικοδομητικά προκλητικό για τον αναγνώστη του.

«Όταν οι άνθρωποι, είτε σαν μεμονωμένα άτομα είτε σαν κοινωνίες περνούν κάποια κρίση, όταν δηλαδή ο τρόπος που ζουν δεν λειτουργεί καλά, δημιουργείται η ανάγκη της αλλαγής. Οι αλλαγές που προτείνονται σ’ αυτές τις περιπτώσεις ανήκουν σε τρεις κατηγορίες. Οι αλλαγές της πρώτης κατηγορίας είναι αλλαγές γενικές, εξωτερικές και απρόσωπες (σημ. Γ.: «Ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε»). Είναι αλλαγές κοινωνικές, πολιτειακές ή πολιτιστικές. Οι αλλαγές της δεύτερης κατηγορίας είναι εξωτερικές μεν αλλά προσωπικές. Οι αλλαγές της τρίτης κατηγορίας είναι προσωπικές και εσωτερικές. Τις γενικές, εξωτερικές και απρόσωπες αλλαγές τις προτείνουν οι διάφορες ιδεολογίες. Η Αγία Γραφή προτείνει τις αλλαγές των δύο τελευταίων κατηγοριών.

Την αλλαγή της δεύτερης κατηγορίας την προτείνει η Παλαιά Διαθήκη και την αλλαγή της τρίτης κατηγορίας την προτείνει η Καινή Διαθήκη και γενικότερα η χριστιανική παράδοση. Αν υπάρχει κάποια ένταση μεταξύ των πολιτικών ιδεολογιών και της χριστιανικής παραδόσεως, συνίσταται ακριβώς σ’ αυτό. Οι πολιτικές ιδεολογίες προτείνουν αλλαγές κοινωνικές, συνταγματικές, θεσμικές, ενώ η χριστιανική παράδοση προτείνει την προσωπική εσωτερική αλλαγή του κάθε ανθρώπου, που αποκαλεί μετάνοια. Οι πολιτικές ιδεολογίες πιστεύουν ότι οι άνθρωποι αλλάζουν όταν αλλάζουν οι κοινωνικές δομές, ενώ στη χριστιανική παράδοση κυριαρχεί η πεποίθηση ότι μόνο οι αλλαγμένοι, δηλαδή οι θεωμένοι άνθρωποι, μπορούν να πραγματοποιήσουν και τις δομικές αλλαγές που θα οδηγήσουν στη βελτίωση της κοινωνίας…

…Στο κλίμα που επικρατεί στις μέρες μας είναι εύκολο να θεωρηθεί αυτή η εμμονή της χριστιανικής παραδόσεως στην ανάγκη της προσωπικής αλλαγής ύποπτη, ή τουλάχιστον ένδειξη καθυστερήσεως και αφελείας. Ήδη όμως αρχίζει να διαφαίνεται το ενδεχόμενο να αναγνωρίσουμε σύντομα ότι αυτή η εμμονή βασίζεται σε μια μακραίωνη σοφία, όσον αφορά τα ανθρώπινα, που φαίνεται ότι δυστυχώς ούτε την υποπτεύονται οι ιδεολογίες του συρμού.

Είναι γεγονός ότι η πρόταση της προσωπικής αλλαγής δεν είναι καθόλου δημοφιλής, γιατί δημιουργεί άμεσες ευθύνες για τον κάθε άνθρωπο. Ενώ αντίθετα η πρόταση για απρόσωπες αλλαγές δεν φαίνεται να δημιουργεί καμιά σχεδόν προσωπική ευθύνη. Η πρόταση της απρόσωπης αλλαγής δημιουργεί τη βέβαιη εντύπωση στον κάθε άνθρωπο ότι η αλλαγή που προτείνεται δεν θα στοιχίσει τίποτε σ’ αυτόν και ότι δεν απαιτεί απ’ αυτόν τίποτε άλλο, εκτός από μια πολιτική επιλογή.

Όμως τα πολλά, χωρίς προσωπική ευθύνη, μέτρα που προτείνονται από πολλούς και από διάφορες κατευθύνσεις για την ανάσχεση της διαφθοράς και της ανεντιμότητας που επικρατούν στις κοινωνίες μας, όλα, το ένα μετά το άλλο, αποδεικνύονται ανίκανα να ανταποκριθούν στις σχετικές εξαγγελίες. Πολλοί κατηγορούν άλλους για ανεντιμότητα και υπαινίσσονται ότι εκείνοι θα διατηρήσουν την ακεραιότητά τους, αλλά και αυτοί αργά ή γρήγορα κατηγορούνται για δραστηριότητες ανάλογες εκείνων, για τις οποίες κατηγορούσαν τους αντιπάλους τους.

Η αυτοδικαιωτική κατάκριση των άλλων μάς οδηγεί αναπότρεπτα σε ηθική πτώση, κι αυτό γιατί ακριβώς ο αυτοδικαιωτικός επικριτής των άλλων πιστεύει στη δική του δικαιοσύνη. Πιστεύει πως μπορεί αυτοδύναμα να αντισταθεί στο κακό.

Όσοι δεν επιμένουν να εθελοτυφλούν, αρχίζουν να αναγνωρίζουν ότι η αποφυγή του κακού και η αντίσταση στη διαφθορά δεν είναι ανθρώπινο έργο. Κι εκείνοι που ανεβαίνουν ακόμη ένα σκαλοπάτι στην κλίμακα της ωριμότητας, αναγνωρίζουν ότι ‘ουδείς αγαθός ειμή είς ο Θεός’ (Μάρκος 10:18) και ότι χωρίς Αυτόν δεν μπορούμε εμείς οι άνθρωποι να καταφέρουμε τίποτε, και τότε ρίχνονται στο έλεός Του και ζητούν τη χάρη Του που μόνη μπορεί να κάνει εύηθες το άηθες ήθος μας».