Προσπαθώντας να συμβάλουμε στον διάλογο για τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, επιλέξαμε μια σειρά κειμένων από το βιβλίο «Ήθος Άηθες» του π. Φιλόθεου Φάρου (εκδόσεις Ακρίτας, 1988). Σήμερα δημοσιεύουμε το δεύτερο και θα ακολουθήσουν τα υπόλοιπα. Μετά την ολοκλήρωση των άρθρων, θα διενεργηθεί δημοσκόπηση για το θέμα.
«Η Ανατολική Εκκλησία μόνο στους τελευταίους χρόνους αντιμετωπίζει μια κοσμική σωτηριολογία που την ανταγωνίζεται και που επιδιώκει να υποκαταστήσει την εκκλησιαστική σωτηριολογία. Η ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε αποδεχθεί την εκκλησιαστική σωτηριολογία και έθετε εαυτήν στην υπηρεσία της. Αν υπήρξαν κατά καιρούς συγκρούσεις μεταξύ των αυτοκρατορικών και των εκκλησιαστικών αρχών, για εκκλησιαστικά θέματα, οι συγκρούσεις αυτές ήταν ενδοεκκλησιαστικές. Δεν ήταν συγκρούσεις ανάμεσα σε δυο διαφορετικές σωτηριολογίες, την κρατική και την εκκλησιαστική, αλλά ανάμεσα σε δυο διαφορετικές αντιλήψεις μέσα στην Εκκλησία, ως προς το περιεχόμενο της εκκλησιαστικής σωτηριολογίας και τον τρόπο πραγματοποιήσεώς της.
Η δυτική εκδοχή της χριστιανικής σωτηριολογίας, όχι μόνο δεν ανταποκρίθηκε στην ανάγκη για σωτηρία του δυτικού ανθρώπου, αλλά ενέτεινε την ταλαιπωρία του, οδηγώντας τον έτσι στην αναζήτηση μιας άλλης σωτηριολογίας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν στη Δύση σωτηριολογίες που ανταγωνίστηκαν την εκκλησιαστική, αφού δεν είναι δυνατό να συνυπάρχουν περισσότερες από μια σωτηριολογίες στον ίδιο χώρο, χωρίς να προσπαθεί η μία να εξοβελίσει την άλλη.
Κατ’ αρχήν στην παπική εκκλησιαστική σωτηριολογία ο δυτικός άνθρωπος αντέταξε άλλες εκδοχές της χριστιανικής σωτηριολογίας, που όμως δεν διαφοροποιήθηκαν ουσιαστικά από την παπική, και έτσι τελικά με τα κινήματα του ουμανισμού και του διαφωτισμού αναπτύχθηκαν οι κοσμικές σωτηριολογίες…
…Στη γαλλική επανάσταση γίνεται ίσως η πιο σαφής και βίαιη σύγκρουση της κοσμικής σωτηριολογίας με τη δυτική εκκλησιαστική σωτηριολογία, που όμως είναι αρκετά εκκοσμικευμένη, έτσι ώστε οι αντιμαχόμενοι να είναι διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος και ουσιαστικά να χρησιμοποιούν τα ίδια όπλα για να εξουδετερώσουν ο ένας τον άλλον.
Η σωτηριολογία του δυτικού ουμανισμού και διαφωτισμού παίρνει διάφορες μορφές έκτοτε, αλλά η επόμενη πιο έκδηλη σύγκρουσή της με την εκκλησιαστική σωτηριολογία γίνεται με τη μαρξιστική επανάσταση στη Ρωσία. Η μαρξιστική κοσμοθεωρία όχι μόνο δεν αποκρύπτει τη σωτηριολογία της, αλλά και την απολυτοποιεί, ούτως ώστε να αποκλείει εντελώς οποιαδήποτε άλλη. Ο ολοκληρωτικός χαρακτήρας της μαρξιστικής λενινιστικής ιδεολογίας, ο σωτηριολογικός και quasi-εκκλησιαστικός ισχυρισμός της ότι έχει απαντήσεις σε όλα τα κοινωνικά, υπαρξιακά και βασικά ανθρώπινα προβλήματα, κάνει τη συνύπαρξή της με την Εκκλησία λογικά και πρακτικά αδύνατη. Και οι δύο στοχεύουν στη μεταμόρφωση του ανθρώπου ή ακριβέστερα στη δημιουργία ενός νέου ανθρώπου.
Η Εκκλησία στοχεύει σε μια μεταμόρφωση του ανθρώπου, που θα επιτευχθεί με τον αναπροσανατολισμό των ανθρωπίνων αξιών και την εκούσια και εσωτερική ηθική αναμόρφωση του ανθρώπου, ενώ ο μαρξισμός επιδιώκει να μεταμορφώσει τον άνθρωπο με μια επαναστατική και βίαιη αλλαγή της κοινωνίας και της οικονομικής δομής της, που όταν επιτευχθεί θα αλλάξει τη φύση του ανθρώπου. Γι’ αυτό είναι φυσικό ο Μαρξ να πιστεύει ότι «η απάλειψη της θρησκείας ως μιας ψευδαισθήσεως ευτυχίας είναι αναγκαία για τη δημιουργία της πραγματικής ευτυχίας» (Critique of the Hegelian Philosophy of Right – Moscow, 1939).
Ο Λένιν ανέπτυξε περισσότερο τη φόρμουλα του Μαρξ, αποκαλώντας τη θρησκεία «φεγγαρόφωτο» και αποκλείοντας κατηγορηματικά κάθε «ερωτοτροπία… με κάποιο θεό». Προκειμένου να υπονομεύσουν τη θρησκεία, οι κομμουνιστές θα πρέπει να ανέχονται «έναν κληρικό που βιάζει νεαρές κοπέλες» μάλλον, παρά κάποιον «που διαθέτει ηθικό κύρος και μόρφωση, γιατί έτσι η υπονόμευση θα είναι ευκολότερη».
Σε άλλη περίπτωση ορίζει ρητά ότι «το κόμμα πρέπει να κάνει έντονο αγώνα κατά της Εκκλησίας» (Lenin’s letter to Gorky of November 1913, in Collected Works, 35 – Moscow, 1964). Συνεπής με την πρώιμη μαρξιστική θεωρία, σύμφωνα με την οποία η θρησκεία είναι μέρος του οικονομικού υπερσυστήματος, είχε προφανώς σκεφθεί ότι θα την εξαφάνιζε, αν της στερούσε την οικονομική της βάση. Έτσι, με το διάταγμα της 8ης Νοεμβρίου του 1917, εθνικοποίησε όλα τα περιουσιακά στοιχεία της Ρωσικής Εκκλησίας. Με το διάταγμα της 19ης Φεβρουαρίου του 1918 αποστέρησε την Εκκλησία του δικαιώματος αποκτήσεως περιουσίας και με το διάταγμα της 23ης Ιανουαρίου του 1918 αποστέρησε την Εκκλησία της νομικής υποστάσεως.»