οὐ γὰρ δυνάμεθά τι κατὰ τῆς ἀληθείας, ἀλλ᾿ ὑπὲρ τῆς ἀληθείας. (Β΄ Κορινθίους 13,8)

2.7.11

Μή­νυ­μα του Μητροπολίτη Ναυπάκτου στους "α­γα­να­κτι­σμέ­νους"

“Εί­μαι και ε­γώ έ­νας α­πό τους «α­γα­να­κτι­σμέ­νους» για την α­δι­κί­α που υ­πάρ­χει στην κοι­νω­νί­α, την υ­πο­νό­μευ­ση των προ­τύ­πων και των πα­ρα­δό­σε­ών μας ”,σημειώνει σε συνέντευξή στο agioritikovima.gr ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιερόθεος.

Στην ερώ­τη­ση, "Τί μή­νυ­μα θα στέλ­να­τε στους “α­γα­να­κτι­σμέ­νους “ του Συ­ντάγ­μα­τος;", ο Μητροπολίτης απάντησε:

"Εί­μαι και ε­γώ έ­νας α­πό τους «α­γα­να­κτι­σμέ­νους» για την α­δι­κί­α που υ­πάρ­χει στην κοι­νω­νί­α, την υ­πο­νό­μευ­ση των προ­τύ­πων και των πα­ρα­δό­σε­ών μας, την νο­ο­τρο­πί­α μιας κα­τα­να­λω­τι­κής κοι­νω­νί­ας, τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα της πο­λι­τι­στι­κής πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης που λει­τούρ­γη­σε σε βά­ρος των πα­ρα­δό­σε­ών μας και του λα­ού.

Τε­λι­κά, η δια­μαρ­τυ­ρί­α των αν­θρώ­πων έ­ξω α­πό κομ­μα­τι­κούς μη­χα­νι­σμούς, η προ­σπά­θεια να πε­ρι­φρου­ρη­θούν οι συ­γκε­ντρώ­σεις, οι συ­ζη­τή­σεις που γί­νο­νται σε αυ­τήν την «εκ­κλη­σί­α του Δή­μου», εί­ναι μια ελ­πί­δα, αρ­κεί να γίνονται με σε­βα­σμό στην δη­μο­κρα­τί­α και χω­ρίς να υ­πο­νο­μευ­θούν οι δη­μο­κρα­τι­κοί θε­σμοί.

Δεν θα ή­θε­λα να κα­τα­λή­ξει αυ­τή η κί­νη­ση σε α­ντι­δη­μο­κρα­τι­κές εκ­δη­λώ­σεις, για­τί έ­νας α­πό τους νό­μους της ι­στο­ρί­ας, εί­ναι «η ε­τε­ρο­γο­νί­α των σκο­πών», σύμ­φω­να με την ο­ποί­α πολ­λές φο­ρές έ­νας α­γώ­νας αρ­χί­ζει με α­γα­θές προ­θέ­σεις και κα­τα­λή­γει σε δια­φο­ρε­τι­κά αρ­νη­τι­κά α­πο­τε­λέ­σμα­τα. Έ­τσι, η κί­νη­ση των «α­γα­να­κτι­σμέ­νων» πρέ­πει να βο­η­θή­σει στην βελ­τί­ω­ση των δη­μο­κρα­τι­κών και κοι­νω­νι­κών θε­σμών και ό­χι στην υ­πο­νό­μευ­σή τους."

Και κλεί­νο­ντας τη συ­νέ­ντευ­ξη:

"Θα ή­θε­λα να σας ευ­χα­ρι­στή­σω και να υ­πεν­θυ­μί­σω στους α­να­γνώ­στες ό­τι στην κα­θη­με­ρι­νή μας ζω­ή έ­χου­με πά­ρα πολ­λά να κά­νου­με θε­τι­κά, α­ντί να κλαί­με την μοί­ρα μας. Μπο­ρού­με να βο­η­θού­με ό­σους έ­χουν α­νά­γκη, να συ­νερ­γού­με στην βελ­τί­ω­ση των κοι­νω­νι­κών συν­θη­κών με την πά­τα­ξη της δια­φθο­ράς και της φο­ρο­δια­φυ­γής, να προ­σευ­χό­μα­στε στον Θεό, να α­παλ­λασ­σό­μα­στε α­πό την α­νί­α και την α­κη­δί­α, να α­πο­κτού­με νό­η­μα ζω­ής.

Δεν ταυ­τί­ζε­ται το «εί­ναι» του αν­θρώ­που με το «έ­χειν», δεν ταυ­τί­ζε­ται η ευ­τυ­χί­α του αν­θρώ­που με την κα­τα­νά­λω­ση και την ευ­δαι­μο­νί­α. Πρέ­πει να α­γω­νι­ζό­μα­στε για την α­νόρ­θω­ση της κοι­νω­νί­ας, αλ­λά τε­λι­κά μπο­ρεί κα­νείς να εί­ναι ε­λεύ­θε­ρος ζώ­ντας και στίς χει­ρό­τε­ρες κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες ή μπο­ρεί να εί­ναι δού­λος και α­πελ­πι­σμέ­νος ζώ­ντας στίς κα­λύ­τε­ρες κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες. Πά­ντα υ­πάρ­χει μια δυ­να­τό­τη­τα υ­πέρ­βα­σης των κοι­νω­νι­κών συν­θη­κών και αυ­τού του θα­νά­του. Ο άν­θρω­πος δεν μπο­ρεί να εί­ναι αιχ­μά­λω­τος των κοι­νω­νι­κών συν­θη­κών, αλ­λά να κυ­ριαρ­χεί πά­νω σε αυ­τές. Το με­γα­λύ­τε­ρο κοι­νω­νι­κό πρό­βλη­μα εί­ναι ο θά­να­τος. Και μέ­σα στον α­γώ­να για την α­πό­κτη­ση της υ­λι­κής ευ­μά­ρειας, βλέ­πω τον φό­βο του θα­νά­του. Ποι­ός θα μας ε­λευ­θε­ρώ­σει α­πό αυ­τόν; Ευ­τυ­χώς η Εκ­κλη­σί­α εί­ναι ο χώ­ρος της α­να­στά­σε­ως.



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ: