Ἐπετειακὴ ἐγκύκλιος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐθνικὴ ἑορτὴ τῆς 25ης Μαρτίου 2006:
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος παρατείνεται μέσα στούς αἰῶνες. Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει πρό πάντων τῶν αἰώνων. Ἁγιάσθηκε δέ τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅταν τό Ἅγιο Πνεῦμα κατῆλθε στούς μαθητές καί Ἀποστόλους τοῦ Κυρίου μας. Σκοπός καί ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ λύτρωση καί σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ κάθε ἀνθρώπου, σέ κάθε σημεῖο τῆς γῆς. Ὁ Χριστός «θέλει νά σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί νά ἀποκτήσουν ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας». Γι’ αὐτό προέτρεψε τούς μαθητές Του νά διδάξουν «πάντα τά ἔθνη». Αὐτό χαρακτηρίζει τήν οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὅμως, ὅπως ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, πού εἶναι ἄπειρος, ἔλαβε τήν πεπερασμένη ἀνθρώπινη φύση γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο, ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία μας, στήν οἰκουμενική Της διάσταση, ἐπέβλεψε σέ κρίσιμες στιγμές τῆς ἱστορίας πρός τό χειμαζόμενο Ἔθνος μας καί ἔγινε ἐθναρχοῦσα τοῦ Γένους τῶν Ἑλλήνων, γιά νά τοῦ χαρίσει τήν ἐλευθερία του, ἀλλά καί μέσῳ αὐτοῦ νά ὁδηγήσει στόν Χριστιανισμό καί τόν Πολιτισμό καί ἄλλους λαούς.
Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος θέλησε μέ τήν εὐκαιρία τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς ἐθνικῆς μας παλιγγενεσίας, στήν ὁποία βασική ὑπῆρξε ἡ προσφορά τῆς Ἐκκλησίας μας, νά ἐκφράσει μέ ἁγιογραφικό λόγο καί θεολογικά ἐπιχειρήματα, τήν διδασκαλία Της γιά τήν ἀγάπη καί τό ἐνδιαφέρον πού πρέπει, πού δικαιούμεθα, πού ὀφείλουμε νά δείχνουμε πρός τήν Πατρίδα μας.
ΤΙ ΔΙΔΑΣΚΕΙ Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
Στήν Παλαιά Διαθήκη εἶναι φανερός ὁ τονισμός τῆς ἀγάπης στήν Πατρίδα. Ἡ ἀγάπη αὐτή, κατά θαυμάσιο λυρικό τρόπο, ἐκφράζεται στόν ὑπ’ ἀριθμ. 136 Ψαλμό : «Στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ τῆς Βαβυλῶνος καθίσαμε καί κλάψαμε ἐνθυμούμενοι τήν Ἱερουσαλήμ ... Πῶς θά ψάλουμε τήν ἱερά ὠδή τοῦ Κυρίου σέ ξένη χώρα ; Ἐάν σέ λησμονήσω, ὦ Ἱερουσαλήμ, νά γίνει παράλυτο τό χέρι μου. Ἡ γλῶσσα μου νά κολλήσει στόν λάρυγγά μου ἐάν δέν σέ θυμηθῶ, ἐάν δέν θεωρήσω τήν Ἱερουσαλήμ ὡς τήν πρώτη καί μεγαλύτερη χαρά μου .... » (Στίχοι 16) . Ἐπίσης γιά ἐκεῖνον πού ἀπομακρύνεται ἀπό τήν Πατρίδα του βιαίως λόγῳ ἐχθρικῆς εἰσβολῆς λέγει ὁ προφήτης Ἱερεμίας : «Νά κλάψετε γοερά αὐτόν πού ἀπομακρύνεται βιαίως, διότι δέν πρόκειται νά ἐπιστρέψει, οὔτε θά ξαναδεῖ τήν γῆ τῆς Πατρίδος του» (Ἱερ. κβ΄ 20).
Στήν Καινή Διαθήκη ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός κατά τήν πραγματοποίησή τοῦ ἐπιγείου κηρύγματός Του ἐνδιαφέρεται ἰδιαιτέρως γιά τήν Πατρίδα Του καί γιά τήν σωτηρία τοῦ Ἰσραήλ. «Καί ὅταν ἦλθε στήν Πατρίδα Του τούς δίδασκε στήν συναγωγή τους» (Ματθ. ιγ΄ 54). Ὡς τέλειος Θεός, ἀλλά καί τέλειος ἄνθρωπος δέν ἀποβάλλει τήν ἰδιαίτερη ἀγάπη Του γιά τήν Πατρίδα Του. Πρό τοῦ τέλους Του, ὅταν ἀντίκρισε τήν Ἱερουσαλήμ, τῆς ὁποίας προέβλεψε τήν καταστροφή ἀπό τούς Ρωμαίους, ἔκλαψε γι’ αὐτήν (Λουκ. ιθ΄ 41) καί ἀνεφώνησε : «Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ, πού φονεύεις τούς προφῆτες καί πετροβολεῖς τούς ἀπεσταλμένους σ’ ἐσέ. Πόσες φορές θέλησα νά μαζέψω τά παιδιά σου, ὅπως ἡ ὄρνιθα τά μικρά της κάτω ἀπό τά φτερά της, ἀλλά δέν τό θέλατε» ( Ματθ. κγ΄ 37).
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος προβάλλει τήν ἀγάπη του στήν Πατρίδα, τονίζων τήν ἐθνικότητά του : «Ἐγώ εἶμαι Ἰουδαῖος ἀπό τήν Ταρσό τῆς Κιλικίας, πολίτης ὄχι ἀσήμου πόλεως» (Πράξ. κα΄ 39). Καί ἐπαναλαμβάνει : «Ἐγώ εἶμαι Ἰουδαῖος, γεννήθηκα στήν Ταρσό τῆς Κιλικίας, ἀλλ’ ἀνατράφηκα στήν πόλη αὐτή. Ὡς μαθητής τοῦ Γαμαλιήλ ἔμαθα μέ ἀκρίβεια τόν πατρικό νόμο» (Πράξ. κβ΄ 3) . Συγκινητικοί εἶναι οἱ ἑξῆς λόγοι του, ἀπό τούς ὁποίους ἀποδεικνύεται ὅλη ἡ ἀγάπη του πρός τούς συμπατριῶτες του : «Θά εὐχόμουν μάλιστα νά εἶμαι ἐγώ ὁ ἴδιος ἀνάθεμα, μακριά ἀπό τόν Χριστό, χάριν τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν φυσικῶν συγγενῶν μου» (Ρωμ. θ΄ 35). Ἡ φράση του κατά τήν ὁποία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει Ἰουδαῖος οὔτε Ἕλλην (Γαλ. γ΄ 28) δέν σημαίνει κατάργηση τῶν ἐπί μέρους τοπικῶν Πατρίδων καί ἐθνῶν ἐπάνω στή γῆ, ὅπως ἡ φράση ὅτι δέν ὑπάρχει ἄρρεν καί θῆλυ (Γαλ. γ΄ 28) δέν καταργεῖ τήν μεταξύ τῶν φύλων ἐπίγεια διαφορά. Καί οἱ δύο φράσεις ἀναφέρονται στήν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὀντολογική σχέση καί ἰσότητα. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν ἐπί τοῦ Ἀρείου Πάγου ὁμιλία του πρός τούς Ἀθηναίους, τόνισε ἐπί πλέον ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε κάθε ἀνθρώπινο ἔθνος ἀπό τό ἴδιο αἷμα γιά νά κατοικεῖ στή γῆ, ἀφοῦ καθόρισε ὁρισμένες ἐποχές καί τά ὁρόσημα τά σύνορα τῆς κατοικίας των (Πράξ. ιζ΄ 26). Οἱ λόγοι αὐτοί ἀποτελοῦν ἐπιγραμματική σύνοψη τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, τόσο γιά τή θεόσδοτη διάκριση τῶν ἐθνῶν καί τῶν ἐπιγείων Πατρίδων, ὅσον καί γιά τήν οἰκουμενική ἑνότητά τους πού ἀπορρέει ἀπό τήν δημιουργική βούληση τοῦ Θεοῦ.
ΤΙ ΛΕΓΟΥΝ ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΙΟΙ
Χαρακτηριστική εἶναι ἡ στάση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τῆς Πατρίδος. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπαινεῖ μέ ἐπιστολή του τόν Σωφρόνιο τόν Μάγιστρο, διότι εἶναι τόσον φιλότιμος, ὥστε «τήν Πατρίδα, στήν ὁποία μεγάλωσε καί ἀνετράφη, τήν τιμᾶ ἐξ ἴσου μέ τούς γονεῖς του» καί χαίρεται, διότι, στίς ἡμέρες πού εἶναι αὐτός ἄρχων «ἡ Πατρίδα μας πλούτισε, διότι ἄνδρας ἄξιος ἔχει ἀναλάβει τήν φροντίδα της». Καί σέ ἄλλη ἀνεπίγραφη ἐπιστολή του ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει : «Αὐτόν πού σοῦ παραδίδει αὐτή τήν ἐπιστολή νά τόν δεχθεῖς μέ κοσμιότητα καί ἐπειδή εἶναι συμπατριώτης σου καί ἐπειδή ἔχει ἀνάγκη βοηθείας».
Ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός γράφων στόν ἴδιο Σωφρόνιο, λέγει : «Εἶναι γνώρισμα τῶν εὐσεβῶν ἀνθρώπων νά τιμοῦν τή μητέρα τους. Ὅμως κάθε ἄνθρωπος ἔχει διαφορετική μητέρα. Κοινή μητέρα ὅλων εἶναι ἡ Πατρίδα» καί τόν ἐπαινεῖ διότι εἶναι ὁ κοινός προστάτης τῆς πατρίδος. Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος διακηρύττει ὅτι δέν ὑπάρχει τίποτε γλυκύτερο ἀπό τήν Πατρίδα.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἀνακλήθηκε ἀπό τήν ἐξορία χάρηκε διότι ξαναβρῆκε «τήν Πατρίδα ὁμοῦ καί τήν Ἐκκλησίαν», δέν εἶχε διστάσει νά θεωρεῖ ἀξιέπαινη πράξη τόν ἀμυντικό πόλεμο ὑπέρ τῆς Πατρίδος. Ὁ Θεοδώρητος ὁ Κύρου γράφων στόν στρατηγό καί ὕπατο Ζήνωνα θαυμάζει τήν ἀρετή του, ἡ ὁποία «προσφέρεται μέ ἠρεμία πρός τούς φίλους καί μέ ἀνδρεία πρός τούς ἐχθρούς» καί ἡ ὁποία τόν ἀναδεικνύει ἀξιέπαινο στρατηγό. Ὁ ἐπίσκοπος Πτολεμαΐδος Συνέσιος, πού προΐσταται στήν ἄμυνα τῆς πόλεως ἐναντίων τῶν ἐπιδρομέων ὑπόσχεται ὅτι θά πολεμήσει ὡς Λάκων, δηλαδή σάν τούς Σπαρτιάτες τοῦ Λεωνίδα. Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης τόν ΙΒ΄ αἰῶνα, εὔχεται νά βραβεύει ἡ Παρθένος τόν αὐτοκράτορα καί νά ἀπομακρύνει τίς βαρβαρικές φάλαγγες. Ὁ Ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ὑμνεῖ τόν Ἅγιο Δημήτριο ὡς «Θεσσαλονίκης φρουρόν», γιατί μέ τά θαύματά του ἔσωζε τήν ἰδιαίτερη Πατρίδα του ἀπό τούς εἰσβολεῖς, ἐνῶ ὁ Ἁγιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος, πού ἔζησε στήν Πάφο τῆς Κύπρου, γράφει Ἐγκώμιον πρός τόν Ἅγιο Δημήτριο καί τόν ὑμνεῖ ὡς προστάτη τῆς Πατρίδος. Ἄς μή λησμονοῦμε δέ ὅτι καί τό Κοντάκιον «Τῇ Ὑπερμάχῳ» ἔχει ὡς ἀφορμή ἕνα «πατριωτικό» γεγονός, δηλαδή τήν σωτηρία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Ἀβάρους εἰσβολεῖς κατά τόν Ζ΄ αἰῶνα μ.Χ.
Ο ΥΓΙΗΣ ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΣ
Ἀπό τά μνημονευθέντα κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς ὅλης Χριστιανικῆς παραδόσεως καθίσταται φανερό ὅτι ἡ Πατρίδα εἶναι ἀξία, ἡ ὁποία στήν ἱεραρχική κλίμακα τῶν ἀξιῶν κατέχει δεύτερη θέση μετά τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος δέν εἶναι μόνον τό ὕψιστον Ὄν, ἀλλά καί ἡ ἀπόλυτη «Ἀξία τῶν Ἀξιῶν». Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπορρίπτει τόν ρατσισμό, τόν ἐθνοφυλετισμό καί τήν ἐθνική ἀλαζονεία, καταφάσκει ὅμως και ἀποδέχεται τόν ὑγιῆ πατριωτισμό, δηλαδή τή ἄμυνα καί τούς ἀπελευθερωτικούς ἀγῶνες ὑπέρ τῆς Πατρίδος καί τῆς δικαιοσύνης. Αὐτόν τόν ἑλληνορθοδοξο πατριωτισμό ἐξέφρασαν οἱ κορυφαῖοι ἀγωνιστές τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821.
Ἡ ἐναρμόνιση τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας μέ τήν ἀγάπη γιά τήν Πατρίδα φαίνεται σέ ὅλη τήν ἱστορία αὐτῆς καί ἰδίως στούς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας. Τότε ἡ Ἐκκλησία ὡς φιλόστροργος μητέρα περιέθαλψε καί «ἐπισυνήγαγε τά τέκνα» αὐτῆς «ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τά νοσσία ἑαυτῆς ὑπό τάς πτέρυγας» (Ματθ. κγ΄ 37 · Λουκ. ιγ΄ 34). Ἀνέλαβε τήν κηδεμονία τῶν Ἑλλήνων · ὀργάνωσε τή δημιουργία ἐμποδίων στούς ἐξισλαμισμούς · ἀπεσόβησε τήν ἀφομοίωση πρός τούς κατακτητές · ἵδρυσε σχολεῖα · ἀνέδειξε πλῆθος διδασκάλων · ἀνήγειρε βιβλιοθῆκες καί πνευματικά κέντρα · ὀργάνωσε τήν παροχή συσσιτίων ἤ ὑποτροφιῶν · χρησιμοποίησε τυπογραφεῖα · ἀνέπτυξε τήν κοινοτική ὀργάνωσι · ὑπῆρξε ρηξικέλευθος σκαπανέας τῆς συνεταιριστικῆς ἰδέας · ἀνέπτυξε τίς διαδικασίες, τούς μηχανισμούς καί τούς τρόπους τῆς ἐθνικῆς περισυλλογῆς καί τῆς διατηρήσεως τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί παιδείας, τῆς ἀναζωπυρήσεως τῆς ἐθνικῆς μνήμης καί πατριωτικῆς συνειδήσεως καί τοῦ ἀναβαπτισμοῦ τῶν Ἑλλήνων στά ρεῖθρα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνολογίας · προώθησε καί ἐμψύχωσε τίς διεργασίες προπαρασκευῆς καί πραγματοποιήσεως τῆς Ἐθνεγερσίας τοῦ 1821. Ὁ ἑλληνικός κλῆρος συναγωνίσθηκε μέ τόν λαό σέ θυσίες «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν Πίστιν τήν ἁγίαν καί τῆς Πατρίδος τήν ἐλευθερίαν». Τό αἷμα κληρικῶν ἱερομαρτύρων καί ἐθνομαρτύρων σφυρηλάτησε στενούς καί ἀδιαρρήκτους δεσμούς μεταξύ Ἐκκλησίας καί Ἔθνους. Παρόμοιοι δεσμοί, ὡς γνωστόν, σφυρηλατήθηκαν σέ ὅλους τούς ὀρθοδόξους λαούς.
Ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης σέ ὁμιλία του πρός τούς μαθητές τοῦ πρώτου Γυμνασίου τῶν Ἀθηνῶν τόνισε ὅτι «ὅταν πήραμε τά ὅπλα πρῶτα εἴπαμε ὑπέρ Πίστεως καί ἔπειτα ὑπέρ Πατρίδος». Ὁ δέ Στρατηγός Μακρυγιάννης πολλές φορές στά κείμενά του ὑπογραμμίζει ὅτι δύο πράγματα δέν δέχεται νά τοῦ πειράξουν, τήν Θρησκεία του καί τήν Πατρίδα του, γιατί πίστευε ὅτι «χωρίς ἀρετή καί πόνο στήν Πατρίδα καί πίστη στήν Θρησκεία, ἔθνη δέν ὑπάρχουν». Ἄς ἀποτίσουμε, λοιπόν, φόρο τιμῆς στούς πεσόντες ὑπέρ τῆς Ἐλευθερίας τῶν Ἑλλήνων καί ἄς ἐμπνευσθοῦμε ἀπό τήν ἀγάπη τους πρός τήν Ὀρθοδοξία καί τήν Πατρίδα.