οὐ γὰρ δυνάμεθά τι κατὰ τῆς ἀληθείας, ἀλλ᾿ ὑπὲρ τῆς ἀληθείας. (Β΄ Κορινθίους 13,8)

25.3.10

25η Μαρτίου 1821: Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος

Ἐπετειακὴ ἐγκύκλιος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐθνικὴ ἑορτὴ τῆς 25ης Μαρτίου 2006:

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος παρατείνεται μέσα στούς αἰῶνες. Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει πρό πάντων τῶν αἰώνων. Ἁγιάσθηκε δέ τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅταν τό Ἅγιο Πνεῦμα κατῆλθε στούς μαθητές καί Ἀποστόλους τοῦ Κυρίου μας. Σκοπός καί ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ λύτρωση καί σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ κάθε ἀνθρώπου, σέ κάθε σημεῖο τῆς γῆς. Ὁ Χριστός «θέλει νά σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί νά ἀποκτήσουν ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας». Γι’ αὐτό προέτρεψε τούς μαθητές Του νά διδάξουν «πάντα τά ἔθνη». Αὐτό χαρακτηρίζει τήν οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὅμως, ὅπως ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, πού εἶναι ἄπειρος, ἔλαβε τήν πεπερασμένη ἀνθρώπινη φύση γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο, ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία μας, στήν οἰκουμενική Της διάσταση, ἐπέβλεψε σέ κρίσιμες στιγμές τῆς ἱστορίας πρός τό χειμαζόμενο Ἔθνος μας καί ἔγινε ἐθναρχοῦσα τοῦ Γένους τῶν Ἑλλήνων, γιά νά τοῦ χαρίσει τήν ἐλευθερία του, ἀλλά καί μέσῳ αὐτοῦ νά ὁδηγήσει στόν Χριστιανισμό καί τόν Πολιτισμό καί ἄλλους λαούς.

Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος θέλησε μέ τήν εὐκαιρία τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς ἐθνικῆς μας παλιγγενεσίας, στήν ὁποία βασική ὑπῆρξε ἡ προσφορά τῆς Ἐκκλησίας μας, νά ἐκφράσει μέ ἁγιογραφικό λόγο καί θεολογικά ἐπιχειρήματα, τήν διδασκαλία Της γιά τήν ἀγάπη καί τό ἐνδιαφέρον πού πρέπει, πού δικαιούμεθα, πού ὀφείλουμε νά δείχνουμε πρός τήν Πατρίδα μας.

ΤΙ ΔΙΔΑΣΚΕΙ Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ

Στήν Παλαιά Διαθήκη εἶναι φανερός ὁ τονισμός τῆς ἀγάπης στήν Πατρίδα. Ἡ ἀγάπη αὐτή, κατά θαυμάσιο λυρικό τρόπο, ἐκφράζεται στόν ὑπ’ ἀριθμ. 136 Ψαλμό : «Στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ τῆς Βαβυλῶνος καθίσαμε καί κλάψαμε ἐνθυμούμενοι τήν Ἱερουσαλήμ ... Πῶς θά ψάλουμε τήν ἱερά ὠδή τοῦ Κυρίου σέ ξένη χώρα ; Ἐάν σέ λησμονήσω, ὦ Ἱερουσαλήμ, νά γίνει παράλυτο τό χέρι μου. Ἡ γλῶσσα μου νά κολλήσει στόν λάρυγγά μου ἐάν δέν σέ θυμηθῶ, ἐάν δέν θεωρήσω τήν Ἱερουσαλήμ ὡς τήν πρώτη καί μεγαλύτερη χαρά μου .... » (Στίχοι 16) . Ἐπίσης γιά ἐκεῖνον πού ἀπομακρύνεται ἀπό τήν Πατρίδα του βιαίως λόγῳ ἐχθρικῆς εἰσβολῆς λέγει ὁ προφήτης Ἱερεμίας : «Νά κλάψετε γοερά αὐτόν πού ἀπομακρύνεται βιαίως, διότι δέν πρόκειται νά ἐπιστρέψει, οὔτε θά ξαναδεῖ τήν γῆ τῆς Πατρίδος του» (Ἱερ. κβ΄ 20).

Στήν Καινή Διαθήκη ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός κατά τήν πραγματοποίησή τοῦ ἐπιγείου κηρύγματός Του ἐνδιαφέρεται ἰδιαιτέρως γιά τήν Πατρίδα Του καί γιά τήν σωτηρία τοῦ Ἰσραήλ. «Καί ὅταν ἦλθε στήν Πατρίδα Του τούς δίδασκε στήν συναγωγή τους» (Ματθ. ιγ΄ 54). Ὡς τέλειος Θεός, ἀλλά καί τέλειος ἄνθρωπος δέν ἀποβάλλει τήν ἰδιαίτερη ἀγάπη Του γιά τήν Πατρίδα Του. Πρό τοῦ τέλους Του, ὅταν ἀντίκρισε τήν Ἱερουσαλήμ, τῆς ὁποίας προέβλεψε τήν καταστροφή ἀπό τούς Ρωμαίους, ἔκλαψε γι’ αὐτήν (Λουκ. ιθ΄ 41) καί ἀνεφώνησε : «Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ, πού φονεύεις τούς προφῆτες καί πετροβολεῖς τούς ἀπεσταλμένους σ’ ἐσέ. Πόσες φορές θέλησα νά μαζέψω τά παιδιά σου, ὅπως ἡ ὄρνιθα τά μικρά της κάτω ἀπό τά φτερά της, ἀλλά δέν τό θέλατε» ( Ματθ. κγ΄ 37).

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος προβάλλει τήν ἀγάπη του στήν Πατρίδα, τονίζων τήν ἐθνικότητά του : «Ἐγώ εἶμαι Ἰουδαῖος ἀπό τήν Ταρσό τῆς Κιλικίας, πολίτης ὄχι ἀσήμου πόλεως» (Πράξ. κα΄ 39). Καί ἐπαναλαμβάνει : «Ἐγώ εἶμαι Ἰουδαῖος, γεννήθηκα στήν Ταρσό τῆς Κιλικίας, ἀλλ’ ἀνατράφηκα στήν πόλη αὐτή. Ὡς μαθητής τοῦ Γαμαλιήλ ἔμαθα μέ ἀκρίβεια τόν πατρικό νόμο» (Πράξ. κβ΄ 3) . Συγκινητικοί εἶναι οἱ ἑξῆς λόγοι του, ἀπό τούς ὁποίους ἀποδεικνύεται ὅλη ἡ ἀγάπη του πρός τούς συμπατριῶτες του : «Θά εὐχόμουν μάλιστα νά εἶμαι ἐγώ ὁ ἴδιος ἀνάθεμα, μακριά ἀπό τόν Χριστό, χάριν τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν φυσικῶν συγγενῶν μου» (Ρωμ. θ΄ 35). Ἡ φράση του κατά τήν ὁποία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει Ἰουδαῖος οὔτε Ἕλλην (Γαλ. γ΄ 28) δέν σημαίνει κατάργηση τῶν ἐπί μέρους τοπικῶν Πατρίδων καί ἐθνῶν ἐπάνω στή γῆ, ὅπως ἡ φράση ὅτι δέν ὑπάρχει ἄρρεν καί θῆλυ (Γαλ. γ΄ 28) δέν καταργεῖ τήν μεταξύ τῶν φύλων ἐπίγεια διαφορά. Καί οἱ δύο φράσεις ἀναφέρονται στήν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὀντολογική σχέση καί ἰσότητα. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν ἐπί τοῦ Ἀρείου Πάγου ὁμιλία του πρός τούς Ἀθηναίους, τόνισε ἐπί πλέον ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε κάθε ἀνθρώπινο ἔθνος ἀπό τό ἴδιο αἷμα γιά νά κατοικεῖ στή γῆ, ἀφοῦ καθόρισε ὁρισμένες ἐποχές καί τά ὁρόσημα τά σύνορα τῆς κατοικίας των (Πράξ. ιζ΄ 26). Οἱ λόγοι αὐτοί ἀποτελοῦν ἐπιγραμματική σύνοψη τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, τόσο γιά τή θεόσδοτη διάκριση τῶν ἐθνῶν καί τῶν ἐπιγείων Πατρίδων, ὅσον καί γιά τήν οἰκουμενική ἑνότητά τους πού ἀπορρέει ἀπό τήν δημιουργική βούληση τοῦ Θεοῦ.

ΤΙ ΛΕΓΟΥΝ ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΙΟΙ

Χαρακτηριστική εἶναι ἡ στάση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τῆς Πατρίδος. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπαινεῖ μέ ἐπιστολή του τόν Σωφρόνιο τόν Μάγιστρο, διότι εἶναι τόσον φιλότιμος, ὥστε «τήν Πατρίδα, στήν ὁποία μεγάλωσε καί ἀνετράφη, τήν τιμᾶ ἐξ ἴσου μέ τούς γονεῖς του» καί χαίρεται, διότι, στίς ἡμέρες πού εἶναι αὐτός ἄρχων «ἡ Πατρίδα μας πλούτισε, διότι ἄνδρας ἄξιος ἔχει ἀναλάβει τήν φροντίδα της». Καί σέ ἄλλη ἀνεπίγραφη ἐπιστολή του ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει : «Αὐτόν πού σοῦ παραδίδει αὐτή τήν ἐπιστολή νά τόν δεχθεῖς μέ κοσμιότητα καί ἐπειδή εἶναι συμπατριώτης σου καί ἐπειδή ἔχει ἀνάγκη βοηθείας».

Ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός γράφων στόν ἴδιο Σωφρόνιο, λέγει : «Εἶναι γνώρισμα τῶν εὐσεβῶν ἀνθρώπων νά τιμοῦν τή μητέρα τους. Ὅμως κάθε ἄνθρωπος ἔχει διαφορετική μητέρα. Κοινή μητέρα ὅλων εἶναι ἡ Πατρίδα» καί τόν ἐπαινεῖ διότι εἶναι ὁ κοινός προστάτης τῆς πατρίδος. Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος διακηρύττει ὅτι δέν ὑπάρχει τίποτε γλυκύτερο ἀπό τήν Πατρίδα.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἀνακλήθηκε ἀπό τήν ἐξορία χάρηκε διότι ξαναβρῆκε «τήν Πατρίδα ὁμοῦ καί τήν Ἐκκλησίαν», δέν εἶχε διστάσει νά θεωρεῖ ἀξιέπαινη πράξη τόν ἀμυντικό πόλεμο ὑπέρ τῆς Πατρίδος. Ὁ Θεοδώρητος ὁ Κύρου γράφων στόν στρατηγό καί ὕπατο Ζήνωνα θαυμάζει τήν ἀρετή του, ἡ ὁποία «προσφέρεται μέ ἠρεμία πρός τούς φίλους καί μέ ἀνδρεία πρός τούς ἐχθρούς» καί ἡ ὁποία τόν ἀναδεικνύει ἀξιέπαινο στρατηγό. Ὁ ἐπίσκοπος Πτολεμαΐδος Συνέσιος, πού προΐσταται στήν ἄμυνα τῆς πόλεως ἐναντίων τῶν ἐπιδρομέων ὑπόσχεται ὅτι θά πολεμήσει ὡς Λάκων, δηλαδή σάν τούς Σπαρτιάτες τοῦ Λεωνίδα. Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης τόν ΙΒ΄ αἰῶνα, εὔχεται νά βραβεύει ἡ Παρθένος τόν αὐτοκράτορα καί νά ἀπομακρύνει τίς βαρβαρικές φάλαγγες. Ὁ Ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ὑμνεῖ τόν Ἅγιο Δημήτριο ὡς «Θεσσαλονίκης φρουρόν», γιατί μέ τά θαύματά του ἔσωζε τήν ἰδιαίτερη Πατρίδα του ἀπό τούς εἰσβολεῖς, ἐνῶ ὁ Ἁγιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος, πού ἔζησε στήν Πάφο τῆς Κύπρου, γράφει Ἐγκώμιον πρός τόν Ἅγιο Δημήτριο καί τόν ὑμνεῖ ὡς προστάτη τῆς Πατρίδος. Ἄς μή λησμονοῦμε δέ ὅτι καί τό Κοντάκιον «Τῇ Ὑπερμάχῳ» ἔχει ὡς ἀφορμή ἕνα «πατριωτικό» γεγονός, δηλαδή τήν σωτηρία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Ἀβάρους εἰσβολεῖς κατά τόν Ζ΄ αἰῶνα μ.Χ.

Ο ΥΓΙΗΣ ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΣ

Ἀπό τά μνη­μο­νευ­θέ­ντα κεί­με­να τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καί τῆς ὅ­λης Χρι­στι­α­νι­κῆς πα­ρα­δό­σε­ως κα­θί­στα­ται φα­νε­ρό ὅ­τι ἡ Πα­τρί­δα εἶ­ναι ἀ­ξί­α, ἡ ὁ­ποί­α στήν ἱ­ε­ραρ­χι­κή κλί­μα­κα τῶν ἀ­ξι­ῶν κα­τέ­χει δεύ­τε­ρη θέ­ση με­τά τόν Θε­ό, ὁ Ὁ­ποῖ­ος δέν εἶ­ναι μό­νον τό ὕ­ψι­στον Ὄν, ἀλ­λά καί ἡ ἀ­πό­λυ­τη «Ἀ­ξί­α τῶν Ἀ­ξι­ῶν». Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­πορ­ρί­πτει τόν ρα­τσι­σμό, τόν ἐ­θνο­φυ­λε­τι­σμό καί τήν ἐ­θνι­κή ἀ­λα­ζο­νεί­α, κα­τα­φά­σκει ὅ­μως και ἀ­πο­δέ­χε­ται τόν ὑ­γι­ῆ πα­τρι­ω­τι­σμό, δη­λα­δή τή ἄ­μυ­να καί τούς ἀ­πε­λευ­θε­ρω­τι­κούς ἀ­γῶ­νες ὑ­πέρ τῆς Πα­τρί­δος καί τῆς δι­και­ο­σύ­νης. Αὐ­τόν τόν ἑλ­λη­νορ­θο­δο­ξο πα­τρι­ω­τι­σμό ἐ­ξέ­φρα­σαν οἱ κο­ρυ­φαῖ­οι ἀ­γω­νι­στές τῆς Ἐ­πα­να­στά­σε­ως τοῦ 1821.

Ἡ ἐ­ναρ­μό­νι­ση τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μέ τήν ἀ­γά­πη γιά τήν Πα­τρί­δα φαί­νε­ται σέ ὅ­λη τήν ἱ­στο­ρί­α αὐ­τῆς καί ἰ­δί­ως στούς χρό­νους τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας. Τό­τε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ὡς φι­λό­στρορ­γος μητέρα πε­ρι­έ­θαλ­ψε καί «ἐ­πι­συ­νή­γα­γε τά τέ­κνα» αὐ­τῆς «ὅν τρό­πον ἐ­πι­συ­νά­γει ὄρ­νις τά νοσ­σί­α ἑ­αυ­τῆς ὑ­πό τάς πτέ­ρυ­γας» (Ματθ. κγ΄ 37 · Λουκ. ιγ΄ 34). Ἀ­νέ­λα­βε τήν κη­δε­μο­νί­α τῶν Ἑλ­λή­νων · ὀρ­γά­νω­σε τή δη­μι­ουρ­γί­α ἐμ­πο­δί­ων στούς ἐ­ξισ­λα­μι­σμούς · ἀ­πε­σό­βη­σε τήν ἀ­φο­μοί­ω­ση πρός τούς κα­τα­κτη­τές · ἵ­δρυ­σε σχο­λεῖ­α · ἀ­νέ­δει­ξε πλῆ­θος δι­δα­σκά­λων · ἀ­νή­γει­ρε βι­βλι­ο­θῆ­κες καί πνευ­μα­τι­κά κέν­τρα · ὀρ­γά­νω­σε τήν πα­ρο­χή συσ­σι­τί­ων ἤ ὑ­πο­τρο­φι­ῶν · χρη­σι­μο­ποί­η­σε τυ­πο­γρα­φεῖ­α · ἀ­νέ­πτυ­ξε τήν κοι­νο­τι­κή ὀρ­γά­νω­σι · ὑ­πῆρ­ξε ρη­ξι­κέ­λευ­θος σκα­πα­νέας τῆς συ­νε­ται­ρι­στι­κῆς ἰ­δέ­ας · ἀ­νέ­πτυ­ξε τίς δι­α­δι­κα­σί­ες, τούς μη­χα­νι­σμούς καί τούς τρό­πους τῆς ἐ­θνι­κῆς πε­ρι­συλ­λο­γῆς καί τῆς δι­α­τη­ρή­σε­ως τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας καί παι­δεί­ας, τῆς ἀ­να­ζω­πυ­ρή­σε­ως τῆς ἐ­θνι­κῆς μνή­μης καί πα­τρι­ω­τι­κῆς συ­νει­δή­σε­ως καί τοῦ ἀ­να­βα­πτι­σμοῦ τῶν Ἑλ­λή­νων στά ρεῖ­θρα τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ὑ­μνο­λο­γί­ας · προ­ώ­θη­σε καί ἐμ­ψύ­χω­σε τίς δι­ερ­γα­σί­ες προ­πα­ρα­σκευ­ῆς καί πραγ­μα­το­ποι­ή­σε­ως τῆς Ἐθνε­γερ­σί­ας τοῦ 1821. Ὁ ἑλ­λη­νι­κός κλῆ­ρος συ­να­γω­νί­σθη­κε μέ τόν λα­ό σέ θυ­σί­ες «γιά τοῦ Χρι­στοῦ τήν Πί­στιν τήν ἁ­γί­αν καί τῆς Πα­τρί­δος τήν ἐ­λευ­θε­ρί­αν». Τό αἷ­μα κλη­ρι­κῶν ἱ­ε­ρο­μαρ­τύ­ρων καί ἐ­θνο­μαρ­τύ­ρων σφυ­ρη­λά­τη­σε στε­νούς καί ἀ­δι­αρ­ρή­κτους δε­σμούς με­τα­ξύ Ἐκ­κλη­σί­ας καί Ἔ­θνους. Πα­ρό­μοι­οι δε­σμοί, ὡς γνω­στόν, σφυ­ρη­λα­τή­θη­καν σέ ὅ­λους τούς ὀρ­θο­δό­ξους λα­ούς.

Ὁ Θε­ό­δω­ρος Κο­λο­κο­τρώ­νης σέ ὁ­μι­λί­α του πρός τούς μα­θη­τές τοῦ πρώ­του Γυ­μνα­σί­ου τῶν Ἀ­θη­νῶν τό­νι­σε ὅ­τι «ὅ­ταν πή­ρα­με τά ὅ­πλα πρῶ­τα εἴ­πα­με ὑ­πέρ Πί­στε­ως καί ἔ­πει­τα ὑ­πέρ Πα­τρί­δος». Ὁ δέ Στρα­τη­γός Μα­κρυ­γι­άν­νης πολ­λές φο­ρές στά κεί­με­νά του ὑ­πο­γραμ­μί­ζει ὅ­τι δύ­ο πρά­γμα­τα δέν δέ­χε­ται νά τοῦ πει­ρά­ξουν, τήν Θρη­σκεί­α του καί τήν Πα­τρί­δα του, γιατί πίστευε ὅτι «χωρίς ἀρετή καί πόνο στήν Πατρίδα καί πίστη στήν Θρησκεία, ἔθνη δέν ὑπάρχουν». Ἄς ἀ­πο­τί­σου­με, λοι­πόν, φό­ρο τι­μῆς στούς πε­σό­ντες ὑ­πέρ τῆς Ἐ­λευ­θε­ρί­ας τῶν Ἑλ­λή­νων καί ἄς ἐ­μπν­ευ­σθοῦ­με ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη τους πρός τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α καί τήν Πα­τρί­δα.