οὐ γὰρ δυνάμεθά τι κατὰ τῆς ἀληθείας, ἀλλ᾿ ὑπὲρ τῆς ἀληθείας. (Β΄ Κορινθίους 13,8)

9.2.10

Κράτος και Εκκλησία – μέρος 6ο

Προσπαθώντας να συμβάλουμε στον διάλογο για τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, επιλέξαμε μια σειρά κειμένων από το βιβλίο «Ήθος Άηθες» του π. Φιλόθεου Φάρου (εκδόσεις Ακρίτας, 1988). Σήμερα δημοσιεύουμε το έκτο και θα ακολουθήσουν τα υπόλοιπα. Μετά την ολοκλήρωση των άρθρων, θα διενεργηθεί δημοσκόπηση για το θέμα.

«Το σύγχρονο κράτος, υποβάλλοντας την Εκκλησία στον ίδιο πειρασμό στον οποίο υπέβαλε άλλοτε ο Διάβολος τον Χριστό, της λέει, δείχνοντάς της «πάσας τας βασιλείας του κόσμου τούτου και την δόξαν αυτών», «...ταύτα πάντα σοι δώσω εάν (πεσούσα) προσκυνήσης μοι». Ο Χριστός απέκρουσε τον πειρασμό με το μόνο τρόπο τον οποίο αυτός ο πειρασμός μπορεί να αποκρουσθεί πραγματικά. «Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις» (Ματθ. 4, 8-10), είπε στο Διάβολο.

Βέβαια, αυτή η απόκρουση δεν είναι ένα ρητορικό και μεγαλόστομο κήρυγμα, αλλά ένας τρόπος ζωής με τον οποίο εκφράζεται έμπρακτα και ουσιαστικά.

Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια ένα μεγάλο μέρος του κλήρου, αλλά και γενικά του πληρώματος της Εκκλησίας, στ’ όνομά της, προσκυνάει το κράτος και αντί να πιστεύει ότι η Εκκλησία θα σώσει τον κόσμο περιμένει από τον κόσμο και τους άρχοντές του, δηλαδή το κράτος, να σώσουν την Εκκλησία. Βέβαια, όταν η Εκκλησία αναθέτει στο κράτος τη σωτηρία της, αυτοκαταργείται. Αλλά ο Διάβολος, ζητώντας από την Εκκλησία να πέσει και να προσκυνήσει τους άρχοντες του κόσμου τούτου, καταφέρνει να παγιδεύσει πολύ δόλια αυτά τα μέλη της που την οδηγούν σ’ αυτό το προσκύνημα.

Δηλαδή τα πείθει ακριβώς ότι η Εκκλησία απειλείται από το κράτος, που είναι φορέας της πολιτικής ιδεολογίας της αντίθετης από την πολιτική ιδεολογία της προτιμήσεώς τους. Γι’ αυτό, και ενώ αγανακτούν κατά της κρατικής εισβολής στην Εκκλησία, όταν το κράτος βρίσκεται στα χέρια των πολιτικών τους αντιπάλων, όταν η κρατική εξουσία περιέλθει στην παράταξή τους, ζητούν με πάθος από το κράτος να εισβάλλει στην Εκκλησία, για να τη διασώσει. Πολλά μάλιστα από αυτά τα μέλη της Εκκλησίας, που πέφτουν σ’ αυτή τη διαβολική παγίδα, διατηρούν τη θέση του κρατικού συμβούλου, που προτείνει την κρατική εισβολή στην Εκκλησία, στις εναλλασσόμενες κρατικές εξουσίες, όσο και αν είναι διαφορετική ή και αντίθετη η ιδεολογική τους προέλευση. Γίνονται μάλιστα και οι εμπνευστές των σχετικών νομοσχεδίων και αναλαμβάνουν ακόμη και αστυνομικό ρόλο, προτείνοντας τους απαραίτητους για την κρατική κάθαρση της Εκκλησίας αποκεφαλισμούς. ΄

Έτσι ο Διάβολος πανηγυρίζει δικαιολογημένα, γιατί έχει πείσει τόσο τα μέλη της Εκκλησίας που έχουν ενστερνισθεί την αριστερή πολιτική ιδεολογία, όσο και εκείνα που έχουν ενστερνισθεί τη δεξιά πολιτική ιδεολογία, ότι δεν υπάρχει τίποτε κοινό μεταξύ αυτών των δύο ιδεολογιών, τουλάχιστον όσον αφορά τις σχέσεις τους με την Εκκλησία και ότι ο εχθρός τους δεν είναι εκείνος, δηλαδή ο Διάβολος και η κοσμική σωτηριολογία της οποίας αυτός είναι εμπνευστής, αλλά ο πολιτικός τους αντίπαλος.

Γι’ αυτό το λόγο, δεν έχουν και οι μεν και οι δε καμιά ελπίδα να δουν ότι παρά τη φαινομενική τους αντίθεση, τουλάχιστον ως προς τη στάση τους απέναντι στην Εκκλησία, είναι πανομοιότυποι. Ουσιαστικά, και οι μεν και οι δε προσκυνούν σαν θεούς τους τους άρχοντες του κόσμου τούτου και απ’ αυτούς και τα κοσμικά πολιτικά τους συστήματα περιμένουν τη σωτηρία τους, και όχι από τον Ιησού Χριστό.

Έχει πολύ λίγη σημασία το χρώμα του ιδεολογικού μανδύα που ο άρχοντας του κόσμου τούτου φοράει. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι όσοι προσμένουν τη σωτηρία τους από έναν επίγειο άρχοντα είναι ειδωλολάτρες, έστω και αν διατηρούν κάποια επίφαση εκκλησιαστικής ευσέβειας, που μπορεί να είναι άκρως παραπλανητική, όχι μόνο για τους άλλους, αλλά και γι’ αυτούς τους ίδιους.»