οὐ γὰρ δυνάμεθά τι κατὰ τῆς ἀληθείας, ἀλλ᾿ ὑπὲρ τῆς ἀληθείας. (Β΄ Κορινθίους 13,8)

23.4.10

Η Ελλάδα υπό την κηδεμονία του ΔΝΤ

Το επίσημο αίτημα ενεργοποίησης του μηχανισμού στήριξης, πριν καν ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις για τους όρους του, ουσιαστικά έχει «σφραγίσει» την κηδεμονία της ελληνικής οικονομικής πολιτικής με ό,τι αυτό συνεπάγεται ευρύτερα, από την Ευρωζώνη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Ο τρόπος δε με τον οποίο χειρίστηκε το θέμα, αφήνει την κυβέρνηση διπλά εκτεθειμένη.
Αφενός καθυστέρησε να υποβάλει το αίτημα σε σχέση με τις παραινέσεις εκείνων που πίστευαν ότι πρέπει να γίνει άμεσα, και αφετέρου κατάφερε να ανατρέψει τους δικούς της σχεδιασμούς που ήθελαν πρώτα να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις για τους όρους και μετά να κατατεθεί το αίτημα.

Για την ελληνική κυβέρνηση, η προσφυγή στο μηχανισμό στήριξης –και μάλιστα με τη διαδικασία του επείγοντος- αναμφίβολα σημαίνει ότι οι ως τώρα σχεδιασμοί της στον χειρισμό της κρίσης, απέτυχαν να πείσουν τις αγορές ότι αξίζουμε να μας δοθεί χρόνος.

Κι αυτό συνέβη κατά βάση για τρεις λόγους.

- Πρώτον, η κυβέρνηση άργησε να αποδεχτεί τη σοβαρότητα της κατάστασης κι έτσι παρέμεινε για σημαντικό διάστημα εγκλωβισμένη στις κούφιες προεκλογικές υποσχέσεις της. Το αποτέλεσμα ήταν να χάσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να λαμβάνει τα όποια μέτρα μετά από σημαντικές χρονοτριβές.

- Δεύτερον, το πρόγραμμα σύγκλισης που παρουσίασε απέτυχε παταγωδώς να πείσει τις αγορές καθώς βασικές του προβλέψεις και παραδοχές (με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις προβλέψεις για τη μείωση ΑΕΠ και κατανάλωσης) δεν είναι ρεαλιστικές.

- Τρίτον, οι συνεχείς παλινωδίες, οι διαρροές και οι διαφωνίες, η ανικανότητα επιβολής χρηστής διοίκησης σε θέματα όπως η παραγωγικότητα των εφοριών, αλλά και η καθυστέρηση υλοποίησης μέτρων που εξαγγέλθηκαν (για παράδειγμα η αύξηση των τιμών στα τσιγάρα που ακόμη δεν έχει υλοποιηθεί), δημιούργησαν αμφιβολίες για την αξιοπιστία της σημερινής κυβέρνησης αλλά και για την ικανότητά της ή έστω τον μηχανισμό που διαθέτει για να «ανατάξει» την ελληνική οικονομία.

Αναμφίβολα, αρκετοί αναλυτές θα ερμηνεύσουν την παρελκυστική τακτική που ακολούθησε η κυβέρνηση σε αρκετά θέματα ως πολιτικό ελιγμό προκειμένου να βρεθεί ένας «αποδιοπομπαίος τράγος» - το ΔΝΤ και οι εταίροι μας - ώστε να φορτωθεί εκεί το πολιτικό κόστος των σκληρών μέτρων που έρχονται. Μπορεί να είναι κι έτσι.

Όπως θα βρεθούν αρκετοί να υποστηρίξουν (πολλοί το λένε εδώ και καιρό σε ιδιωτικές συζητήσεις) ότι μπορεί να είναι και καλύτερα για τη χώρα, να έρθουν ξένοι «τοποτηρητές» που θα βάλουν σε τάξη το μπάχαλο στο οποίο έχει ξεπέσει η χώρα μας.

Ενδεχομένως κι αυτοί να μην έχουν καθόλου άδικο.

Για όσους όμως εξακολουθούν να έχουν στοιχειώδη έστω εθνική υπερηφάνεια και μνήμη, οι εξελίξεις αυτές αποτελούν ηχηρό ράπισμα για όλους μας.

Για το σημερινό κατάντημα της χώρας, είμαστε όλοι υπεύθυνοι, ως πολίτες μιας κοινωνίας που σταδιακά σχεδόν αποσυντέθηκε, αποδεχόμενη ως «κατεστημένο» τη διαπλοκή, τη ρεμούλα, το βόλεμα, την κομπίνα και την εύκολη σπατάλη του χρήματος των… δανειστών μας.

Δεδομένου ότι «κάθε κοινωνία έχει τους πολιτικούς που της αξίζουν», έχουμε όλοι μεγάλο μερίδιο της ευθύνης. Χωρίς όμως αυτό να απαλλάσσει όλους όσοι λόγω θέσεως και πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ισχύος πρωτοστάτησαν. Οι ευθύνες τους παραμένουν ακέραιες.

Από εδώ και μπρος οι διαδικασίες θα είναι μακρές και επίπονες στο δρόμο προς την ανάκαμψη, ενώ τα περιθώρια για διολίσθηση σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα (όπως η ρύθμιση χρεών) καθόλου δεν έχουν κλείσει.

Το μεγάλο στοίχημα πλέον για την ελληνική κοινωνία, είναι να καταφέρει να ανασυγκροτηθεί, να εγκαταλείψει τις ως τώρα πρακτικές, αλλά και όλους αυτούς που εκπροσωπούν την θλιβερή πορεία που κατέγραψε η χώρα τα τελευταία χρόνια.

(απόσπασμα από άρθρο του του Γιώργου Παπανικολάου
στο euro2day.gr)