οὐ γὰρ δυνάμεθά τι κατὰ τῆς ἀληθείας, ἀλλ᾿ ὑπὲρ τῆς ἀληθείας. (Β΄ Κορινθίους 13,8)

20.3.10

Όταν οι Έλληνες ήταν Έλληνες-Έλληνες...

Η τοιαύτη αδικία κάμνει σήμερον πολλοὺς Έλληνας να αγανακτούν εναντίον της πατρίδος, οπού εδοκίμασαν τόσους αγώνας, και να βλέπουν ο ένας τον άλλον ως εχθρόν χειρότερον από τον Τούρκον.

Εγώ όμως, Υψηλή Αντιβασιλεία, δεν είμαι άδικος, αλλά ως ευαίσθητος εις την δυστυχίαν τόσων αγωνιστών, παρακινούμαι να φανερώσω την αδικίαν προς την κυβέρνησίν μου, την οποίαν μετά Θεόν σέβομαι και τιμώ και αγαπώ, καθώς χρεωστεί να κάμνη κάθε άνθρωπος αφωσιωμένος εις την πατρίδα του.

Αν η πατρίς μας είναι πτωχή, διατί ημείς μερικοί Έλληνες να παίρνωμεν από χίλιες δραχμές και κάτω τον μήνα, οι δε συνάδελφοί μας να ψωμοζητούν και να περιπατούν γυμνοί και ξυπόλητοι;

Δια την τιμήν και υπόληψιν της πατρίδος και του Βασιλέως μου κρίνω δίκαιον να κόψωμεν ένα μέρος από τον μισθόν μας, δια να δοθή και εις αυτούς τους δυστυχείς.

Εγώ, όταν επληγώθην εις τους Μύλους του Ναυπλίου, έλαβα δώρον από την πατρίδα μου, το οποίον είναι περίπου εκατόν πενήντα δραχμάς τον μήνα· τώρα λαμβάνω πολύ περισσότερον μηνιαίον μισθόν, δηλαδή σχεδὸν τριακόσιας εβδομήκοντα δραχμάς.

Όθεν εγώ πρώτος παρακαλώ την Αντιβασιλείαν να διατάξη να κοπή αυτός ο μισθός μου όλος, εως ότου η Κυβέρνησις να λάβη καιρόν να ευθετήση τα πράγματα και να τα θεραπεύση κατά το καλύτερον, και να με δοθούν πάλιν κατά μήνα αι εκατόν πενήντα δραχμαί εκείναι, καθώς εξ αρχής μ΄ έκρινεν άξιον η πατρίς μου· ο δε μισθος μου ας δοθή εις άλλους δυστυχεῖς συναγωνιστάς μου, των οποίων η γύμνωσις και απελπισία, μα την πατρίδα μου και μα τον Βασιλεά μου, δεν μ΄ αφήνει να κοιμηθώ ησύχως όλην την νύχτα.

Εν Άθήναις τη 15 Δεκεμβρίου 1834

Ιωάννης Μακρυγιάννης

(εκ της εφημερίδος «ΕΘΝΙΚΗ», αρ. 22/23.12.1834)