οὐ γὰρ δυνάμεθά τι κατὰ τῆς ἀληθείας, ἀλλ᾿ ὑπὲρ τῆς ἀληθείας. (Β΄ Κορινθίους 13,8)

14.2.10

Για να επιτύχει ο κ. ΓΑΠ

Του Γιάννη Μαρίνου

Γράφω απουσιάζοντας στο εξωτερικό: Κατά τη σοσιαλίζουσα έγκυρη «Le Μonde» ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου: «Κληρονόμησε μια χώρα στο χείλος της χρεοκοπίας, απαξιωμένη από τις αγορές, εκτεθειμένη στην κερδοσκοπία, πνιγμένη από κολοσσιαία χρέη και δημοσιονομικά ελλείμματα, μ΄ ένα δυσλειτουργικό κράτος και ένα γενικευμένο σύστημα διαφθοράς. Ξεκίνησε ήδη τον πόλεμο κατά του πληθωρικού κράτους,κατά της διαφθοράς και της παραοικονομίας. Η Ελλάδα δεν έχει πλέον επιλογή, ούτε και η ευρωζώνη. O Γιωργάκης είναι ίσως η τελευταία ευκαιρία τους».

Ας υποθέσουμε ότι έτσι είναι. Υψώνονται όμως ως εμπόδια πολλά «όμως». Ξεκινούν από τη σοφή ρήση του μεγάλου Μακιαβέλι: «Τίποτε δεν είναι πιο δύσκολο, πιο αβέβαιο, πιο επικίνδυνο από το να πάρει κανείς την πρωτοβουλία της εισαγωγής νέων θεσμών και εθίμων. Γιατί ο μεταρρυθμιστής έχει εχθρούς όλους εκείνους που έχουν άμεσο και απόλυτο συμφέρον να διατηρούνται οι παλιοί θεσμοί. Και βρίσκει απρόθυμους φίλους εκείνους που θα ωφεληθούν από τους νέους». Αφού υπογραμμίσω την επιβεβαίωση της οξυδερκούς παρατήρησης, ότι δηλαδή αντιδρούν μαζί με τους θιγόμενους και οι ωφελούμενοι (απόδειξη ότι κατεβαίνουν στον δρόμο οι χαμηλόμισθοι και οι αφορολόγητοι για να υπεραμυνθούν των προνομίων των ρετιρέ), θα υπενθυμίσω και άλλα πιο εμφανή «όμως».

Πρώτα πρώτα, η προεκλογική υποσχεσιολογία στη βάση τού «υπάρχουν λεφτά» του ίδιου του κ. Παπανδρέου και ο ακραίος αντιπολιτευτικός λόγος του πριν από τις εκλογές. Δεν ήξερε; Ή δεν έλεγε την αλήθεια; Το ένα πιο ασυγχώρητο από το άλλο. Και το χειρότερο: Δεν μπορεί εύκολα να πείθει για την αξιοπιστία του και για την αναγκαιότητα των μεταρρυθμιστικών του προθέσεων. Ενα δεύτερο «όμως» προκύπτει και από το ότι συνδέει το σημερινό οικονομικό αδιέξοδο με τη δραματική οικονομική κατάσταση που κληρονόμησε και για την οποία ενοχοποιεί αποκλειστικά την κυβέρνηση της ΝΔ.

Αλλά η αλήθεια είναι ότι όλα ξεκίνησαν από την ανεύθυνη οικονομική πολιτική της πρώτης οκταετίας του ΠαΣοΚ (από το 1981), η οποία αποδιάρθρωσε το κράτος, ανήγαγε τη διαφθορά σε δικαίωμα εντός «λογικών» πλαισίων (όχι και 500 εκατομμύρια!), πολέμησε την αξιοκρατία και ανέχθηκε την ανάδειξη της παρανομίας και της ασυδοσίας σε δημοκρατικές κατακτήσεις. Και φυσικά υπέθαλψε τη νοοτροπία των τεμπέληδων, που τρώνε, πίνουν, κατασπαταλούν ή κατακλέβουν τα κονδύλια της ΕΟΚ, δανείζονται για να κάνουν τουρισμό, να αγοράζουν θηριώδη τζιπ και να παίρνουν πτυχία χωρίς να σπουδάζουν και χωρίς γνώσεις που χρειάζεται η αγορά εργασίας. Και αναπόφευκτα επέβαλε τον κομματισμό ως κύριο προσόν για πρόσληψη στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, αναδεικνύοντας σε επιστήμη τον λαϊκισμό της Αριστεράς και την ισοπέδωση των πολιτιστικών αξιών και των ηθικών αναστολών.

Ετσι αναπόφευκτα εκτόξευσε το δημόσιο χρέος σε ύψη δυσθεώρητα, από τα οποία έκτοτε δεν μπορεί να ξεκολλήσει η χώρα μας. Οσες κυβερνήσεις ακολούθησαν, ΠαΣοΚ ή ΝΔ, δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να αλλάξουν αυτή την ολέθρια κληρονομιά και ευθύνονται λίγο έως πολύ για την άσωτη συμπεριφορά, την παγίωση της ατιμωρησίας, τις στατιστικές λαθροχειρίες, τους πελατειακούς διορισμούς, τη διόγκωση του κράτους.

Το καίριο «όμως» που καλείται να θέσει εκποδών ο κ. Γ. Παπανδρέου βρίσκεται μέσα στο κόμμα του, ανάμεσα στα στελέχη του και στον στρατό κατοχής στον οποίο έχουν αναδειχθεί οι συνδικαλιστές του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Και αυτό είναι το δυσκολότερο, καθώς θα πρέπει να έχει το θάρρος όχι μόνο να παραδεχθεί αλλά και να αποκηρύξει την κληρονομιά του βαθέος ΠαΣοΚ, δηλαδή να αποδοκιμάσει συμπεριφορές και πολιτικές που, ενώ έβλαψαν, υποτίθεται ότι θα ΄πρεπε να θεωρούνται τα ιερά και τα όσια της ιστορίας του κόμματός του. Συνεπώς, ο τρώσας και ιάσεται. Αλίμονο αν δεν ανταποκριθεί.
(από tovima.gr)