οὐ γὰρ δυνάμεθά τι κατὰ τῆς ἀληθείας, ἀλλ᾿ ὑπὲρ τῆς ἀληθείας. (Β΄ Κορινθίους 13,8)

18.2.10

Κράτος και Εκκλησία – μέρος 8ο

Προσπαθώντας να συμβάλουμε στον διάλογο για τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, επιλέξαμε μια σειρά κειμένων από το βιβλίο «Ήθος Άηθες» του π. Φιλόθεου Φάρου (εκδόσεις Ακρίτας, 1988). Σήμερα δημοσιεύουμε το όγδοο και τελευταίο. Μετά την ολοκλήρωση των άρθρων, θα διενεργηθεί δημοσκόπηση για το θέμα.

«Δεν μπορούμε στο χώρο της Εκκλησίας να απολυτοποιούμε τους όρους και τις λέξεις και να τα χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε στεγανές κατηγορίες, όπως κάνουν οι ιδεολογίες π.χ. με τους όρους «προοδευτικός» και «συντηρητικός».

Η εκκλησιαστική ζωή επιδιώκει πάντοτε την ανάπτυξη του ανθρώπου, δηλαδή τη σωτηρία του. Αλλά για να επιτύχει αυτή την ανάπτυξη του ανθρώπου η Εκκλησία κάποτε χρειάζεται να συντηρήσει, να διασώσει κρίσιμες αλήθειες για τον άνθρωπο, που αποκάλυψε ο Θεός και διαφύλαξε η Εκκλησία. Για την εκκλησιαστική ζωή πάντως το κατ’ εξοχήν κριτήριο της προοδευτικότητας είναι η ευκαμψία και γι’ αυτό μόνο στην εκκλησιαστική ζωή υπάρχει πραγματική προοδευτικότητα, γιατί μόνο στην εκκλησιαστική ζωή δεν υπάρχει δογματισμός, δηλαδή πεποιθήσεις που δεν είναι εδραιωμένες στην εμπειρία.

Η Εκκλησία όχι μόνο δεν επιβάλλει την τυφλή αποδοχή αξιωμάτων, όπως κάνουν οι ιδεολογίες, αλλά θεωρεί απαραίτητο ο κάθε άνθρωπος να βιώσει και να διαπιστώσει ο ίδιος τις αλήθειες της. Αν η ευκαμψία είναι σημείο ζωής, η ακαμψία είναι βέβαιο σημάδι θανάτου, και τότε, στο θάνατο της ιδεολογικής ακαμψίας, η ευκαμψία της εκκλησιαστικής ζωής αντιπαραβάλλεται ως αδιάψευστο στοιχείο της όντως ζωής.

Ο οποιοσδήποτε χριστιανός, αλλά ιδιαίτερα ο κληρικός, δεν μπορεί να δεχθεί άλλη από τη χριστιανική σωτηριολογία, γι’ αυτό και η ανάληψη της πολιτικής του ευθύνης είναι κυρίως να εργασθεί για να επικρατήσει το πολίτευμα της Βασιλείας του Θεού με την ανακαίνιση των ανθρωπίνων καρδιών, ανεξαρτήτως κόμματος ή τάξεως. Στην προσπάθεια του κόσμου να τον παγιδεύσει να δεχθεί μια οποιαδήποτε σωτηριολογία απαντάει όπως απάντησε ο Χριστός στον τρίτο πειρασμό του Διαβόλου.

Ο άνθρωπος δεν θα σώσει τον άνθρωπο, και, πολύ περισσότερο, δεν θα σώσει τον Θεό και την Εκκλησία του. Ο Θεός μόνος θα σώσει τον άνθρωπο, αν ο ελεύθερος άνθρωπος Τού το επιτρέψει. Επομένως, ο χριστιανός και ιδιαίτερα ο κληρικός δεν μπορεί να αγωνίζεται ενάντια στην αυθαιρεσία μιας πολιτικής στ’ όνομα μιας άλλης πολιτικής, γιατί έτσι θα εξαντλούσε την ενέργεια που πρέπει να χρησιμοποιήσει για να συμβάλλει στην επικράτηση της Βασιλείας του Θεού έναντι κάθε πολιτικής. Και δεν μπορεί ο αγώνας του χριστιανού και ιδιαίτερα του κληρικού να υπαινίσσεται απόρριψη για οποιονδήποτε άνθρωπο, ακόμη και για το δυνάστη.

Ο αγώνας του χριστιανού και ειδικότερα του κληρικού πρέπει να είναι αγώνας για την αντικατάσταση της βασιλείας του ανθρώπου, της οποιασδήποτε βασιλείας του ανθρώπου, που είναι οπωσδήποτε εξουσιαστική, με τη Βασιλεία του Θεού, που είναι Βασιλεία αγάπης και ο αγώνας του θα πρέπει να είναι οπωσδήποτε αγώνας αγάπης.

Ο πραγματικός χριστιανός και πιο συγκεκριμένα ο κληρικός, δεν μπορεί να εξαντλείται σ' έναν αγώνα για την αντικατάσταση ενός αριστερού καθεστώτος με ένα δεξιό καθεστώς και αντίστροφα, μπορεί όμως, κάτω από οποιοδήποτε καθεστώς, να γίνεται φορέας της αγάπης του Χριστού προς όλους, και εκείνους που υποφέρουν σαν θύματα και εκείνους που υποφέρουν σαν θύτες.»